Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΕ ΤΑ 24 ΣΠΙΤΙΑ


Μια δραστηριότητα 
για τη Φωνολογική και Γλωσσική καλλιέργεια 
των παιδιών
αλλά και για την καλλιέργεια της φαντασίας,
της ικανότητας στοχοθεσίας και επίτευξης στόχου

Η εισαγωγή στη δραστηριότητα έγινε με ένα απλό σενάριο, το οποίο κρίνεται απαραίτητο για την κινητοποίηση του ενδιαφέροντος των παιδιών. 

Το σενάριο ήταν το εξής: 

Μια φορά ένα παιδί σκέφτηκε να ζωγραφίσει ένα χωριό. Όταν ολοκλήρωσε τη ζωγραφιά του παρατήρησε ότι είχε ζωγραφίσει 24 σπίτια. "Όσα και τα γράμματα της Αλφαβήτας!" φώναξε. Και τότε του ήρθε η ιδέα να ζωγραφίσει σε κάθε σπίτι από ένα γράμμα. "Έτσι το κάθε σπίτι που ζωγράφισα θα γίνει ξεχωριστό" είπε το παιδί και αμέσως πήρε ένα χαρτί και έγραψε όλα τα γράμματα, για να τα έχει μπροστά του και να μην ξεχάσει κανένα. Μάλιστα, έγραψε κάτω από κάθε γράμμα και τους αριθμούς για είναι πιο σίγουρο.


Μετά αντέγραψε ένα ένα τα γράμματα στα σπίτια που είχε ζωγραφίσει. Και αποφάσισε να τα κάνει πόρτες, γιατί είδε πως όλα είχαν ανοίγματα που θα μπορούσε κάποιος να περάσει. Έτσι, έφτιαξε τις πιο παιχνιδιάρικες πόρτες του κόσμου!

"Τώρα πρέπει να ζωγραφίσω και παράθυρα", σκέφτηκε. Ξεκίνησε να ζωγραφίσει τετράγωνα παράθυρα, αλλά γρήγορα του ήρθε μια καλύτερη ιδέα στο μυαλό. "Αφού ζωγράφισα για πόρτες τα κεφαλαία γράμματα, θα ζωγραφίσω για παράθυρα τα πεζά!" Έτσι, στο σπίτι που είχε για πόρτα το γράμμα Α θα έφτιαχνε ένα παραθυράκι με το γράμμα α και το ίδιο θα έκανε σε όλα τα σπίτια. 
Σε ένα άλλο ένα χαρτί, έγραψε και τα πεζά γράμματα για να μην μπερδευτεί, και μετά αντέγραψε ένα σε κάθε σπίτι.
Έτσι έφτιαξε και τα πιο παιχνιδιάρικα παράθυρα του κόσμου!



Αφού έγραψε και το τελευταίο γράμμα, το παιδί κάθισε και καμάρωνε το έργο του. "Είναι ένα χωριό με πολύ όμορφα σπίτια", είπε με το νου του, "αλλά δεν υπάρχει ψυχή... Σίγουρα η ζωγραφιά μου θα γίνει πιο όμορφη αν βάλω κάποιους να κατοικήσουν σ' αυτά τα σπίτια... Το βρήκα! Στο χωριό μου θα κατοικήσουν ζώα! Ζώα από τη στεριά, τη θάλασσα και τον αέρα! Στο σπίτι με το γράμμα Α θα κατοικήσει ένα ζώο που το όνομά του  αρχίζει με το γράμμα Α, στο σπίτι με το γράμμα Β θα κατοικήσει ένα ζώo που το όνομά του αρχίζει με το γράμμα Β κ.ο.κ".

Πήρε αμέσως μολύβι χαρτί, για να σημειώσει αυτό που σκέφτηκε, μήπως και ως αύριο το ξεχάσει. "Μήπως όμως το άλογο, ο βάτραχος και τα άλλα ζώα που θα σκεφτώ, αισθάνονται μοναξιά; Μ..., γι' αυτό θα βάλω περισσότερα από ένα σε κάθε σπίτι, αρκεί να βρω αυτά που το όνομά τους θα αρχίζει από το ίδιο γράμμα".
Οπότε, έγραψε στο χαρτί του: 
Στο σπίτι με το Γράμμα Α θα μείνουν: Άλογο, αλκυόνη... 
Στο σπίτι με το γράμμα Β θα μείνει: Βάτραχος, βόδι...

Το παιδί χαμογέλασε ευχαριστημένο και φανταζόταν πώς θα περνούσαν μέσα στο ίδιο σπίτι ένα άλογο και μια αλκυόνη ή ένας βάτραχος και ένα βόδι...

Επειδή όμως είχε πια βραδιάσει, αποφάσισε να σκεφτεί αύριο, με την ησυχία του, ποιες παρέες ζώων θα βάλει να κατοικήσουν στα σπίτια και, βέβαια, ένα όνομα για το χωριό του. Και ξάπλωσε κι αποκοιμήθηκε.

Μετά την παρουσίαση του σεναρίου, πρότεινα στα παιδιά:

-να ζωγραφίσουμε κι εμείς ένα παρόμοιο χωριό και:

-να βρούμε ζώα – κατοίκους για τα σπίτια του, που το όνομά τους να αρχίζει με το γράμμα του κάθε σπιτιού.

-να σκεφτούμε ένα όνομα για το χωριό μας, αφού κάνει ο καθένας τις προτάσεις του και να συναποφασίσουμε ποιο προτιμάμε και γιατί.

-να φανταστούμε πώς πέρασαν μια μέρα τα ζώα που κατοικούν σε κάθε σπίτι ή μια περιπέτεια από την κοινή ζωή τους, να τη διηγηθούμε και να την καταγράψουμε.


Τα παιδιά οικειοποιήθηκαν αμέσως την ιδέα εκείνου του παιδιού (που το χρειαζόμαστε ως αφορμή και μετά το "βάλαμε για ύπνο" γιατί το πιο δημιουργικό κομμάτι της δραστηριότητας έπρεπε να είναι δικό μας),  και "έπαιξαν" με ζώα, πρόσωπα και πράγματα δημιουργώντας τις δικές τους ιστορίες. 


Αποφάσισαν να φτιάξουν το χωριό τους με κολάζ και να "ζωγραφίσουν" τα κεφαλαία και τα πεζά γράμματα. Η ιδέα τους έγινε δεκτή (όλα τα πεζά γράμματα/παράθυρα είναι της Ειρήνης).
Η πρόταση που επικράτησε ανάμεσα σε παρόμοιες για το όνομα του χωριού ήταν: Το χωριό με τα 24 σπίτια.


Παρακάτω θα δείτε την ομαδική εργασία των παιδιών, ενδεικτικά κείμενα με τα ζώα που επέλεξαν ότι θα μένουν σε κάθε σπίτι και στη συνέχεια θα διαβάσετε τις ΑΠΟΛΑΥΣΤΙΚΕΣ ιστορίες που δημιούργησαν. 

Μερικές  σημαντικές παρατηρήσεις:

-Μετά την ολοκλήρωση της κάθε ιστορίας, τα παιδιά σκέφτονταν και άλλα ζώα, πρόσωπα ή πράγματα και μου ζητούσαν να τα προσθέσουμε στην ιστορία, περιγράφοντας νέες περιπέτειες και καταστάσεις. Αυτό συνέβαινε ακόμη και δεκαπέντε μέρες μετά την αφήγηση της αρχικής τους ιστορίας και είναι ενδεικτικό του ενδιαφέροντος και της ενεργοποίησης της σκέψης τους. Για παράδειγμα, η Μαρία-Χριστίνα συμπλήρωσε την ιστορία της τρεις φορές. Η τελευταία προσθήκη της έγινε όταν σκέφτηκε τη λέξη άστρο και μου υπενθύμιζε συνεχώς ότι πρέπει να καθίσουμε και να γράψουμε τη συνέχεια για συμπεριλάβει κι αυτή τη λέξη που είχε σκεφτεί. Επειδή η δραστηριότητα δεν έχει ολοκληρωθεί (μας μένουν λίγα γράμματα), δεν αποκλείω να προστεθούν κι άλλα στοιχεία στις ιστορίες που σας παρουσιάζουμε παρακάτω.

-Κάποια παιδιά όταν δεν μπορούσαν να σκεφτούν άλλα ζώα ή πράγματα με αρχικό στο όνομά τους το γράμμα που μας απασχολούσε, δημιουργούσαν φανταστικά. Έτσι, ο Μάριος σκέφτηκε το "ορκόνα" (ένα μακρύ ζώο που κουλουριάζεται σαν το όμικρον) και την "ογόνα" (μια μικρή γοργόνα που δεν μπορούσε να μιλήσει καθαρά και αντί γοργόνα έλεγε ογόνα), η Οριάνα το "ζουζάκι" (ένα φαγητό με ρυζάκι), η Αριάδνη τα "ε-ποντίκια" και τα "ε-τσαντάκια" (παράξενα ποντίκια και τσαντάκια που μπορεί να τα κατασκευάσει ο άγιος Βασίλης) και ο Μάνος το "Νινοκαράβι" (το άλλο όνομα του Μπλου Σταρ Νάξος). Ό,τι δεν έχω ή δεν υπάρχει, μπορώ τελικά να το κατασκευάσω και να είμαι έτσι αυτάρκης και πρωτοπόρος!!!

-Κάθε φορά που κατέγραφα τις ιστορίες που δημιουργούσαν τα παιδιά κυκλώναμε τις λέξεις που άρχιζαν από το συγκεκριμένο γράμμα και τις μετρούσαν ή κυκλώναμε το γράμμα ως αρχικό και μετρούσαν πόσες φορές εμφανίζεται. Αν δεν τα ικανοποιούσε ο αριθμός ή το πλήθος των λέξεων που έβλεπαν στο γραπτό μου,  συνέχιζαν την ιστορία ψάχνοντας αμέσως να βρουν κι άλλες σχετικές λέξεις. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη προσπάθεια σκέψης, περισσότερο εμπλουτισμό του λεξιλογίου και ενδιαφέρον για τη δραστηριότητα.

-Σχεδόν για όλα τα ζώα που ανέφεραν τα παιδιά και ειδικότερα για τα λιγότερο γνωστά, βλέπαμε ένα σύντομο βίντεο στον Η/Υ, συνήθως πριν δημιουργήσουν την ιστορία τους. Έτσι, τα γνώριζαν καλύτερα και δεν ήταν λίγες οι φορές που επικράτησε ενθουσιασμός από τα καμώματα και τα χαρακτηριστικά τους (πχ. ουρακοτάγκος, ορτύκι, όρκα, ιγκουάνα της στεριάς και της θάλασσας, ψαροπούλι, ξεφτέρι, δράκαινα). Κάποια από τα χαρακτηριστικά των ζώων που έβλεπαν τα ανέφεραν στις ιστορίες τους, όπως π.χ. ο Μάριος για την πλάτη και και τα βυθίσματα του ιπποπόταμου. Το ίδιο έγινε, όποτε χρειάστηκε, και για άλλα πράγματα που έλεγαν, όπως π.χ. για τους ηλιόσπορους. Στην περίπτωση αυτή είδαν στον Η/Υ εικόνες του ηλίανθου ή ηλιοτρόπιου που τους παράγει. Έτσι, αναδείχθηκε και μια άλλη, γνωστική, παράμετρος της δραστηριότητας. 

-Πληροφορίες και βοήθεια δόθηκε στα παιδιά στις περιπτώσεις των γραμμάτων Ι, Η, Υ, Ω, επειδή δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουν ορθογραφία, καθώς και στην περίπτωση του άγνωστων σε αυτά λέξεων και σημασιών, όπως π.χ. ημίονος και ώτος. Τις πληροφορίες που έπαιρναν τις αξιοποιούσαν κατάλληλα, όπως π.χ. ο Μάνος που προσπάθησε να αποδώσει στην ιστορία που δημιούργησε με τον Κωνσταντίνο Μ., την έννοια του επιστήμονα: "Εγώ είμαι μουλάρι, αλλά οι επιστήμονες με λένε ημίονο και γι’ αυτό πρέπει να μείνω στο σπίτι με το γράμμα Η, γιατί δεν υπάρχει άλλο ζώο να μείνει. Οι επιστήμονες είναι αυτοί που διαβάζουν πολλά βιβλία και φτιάχνουν κατασκευές και κάνουνε εξερευνήσεις». Και παρακάτω: «Εμείς πάμε να εξερευνήσουμε τον ήλιο, γιατί είναι ένας σκοπός του επιστήμονα να δει αν καίει, αν έχει καμιά αρρώστια. Δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτόν», είπε ο επιστήμονας που τον λέγαν Ηρακλή". Επίσης, κάποιες φορές κάναμε μαζί αναζήτηση στο διαδίκτυο για να βοηθηθούμε στην εύρεση ζώων που το όνομά τους άρχιζε από το γράμμα που μας απασχολούσε. Έτσι ανακαλύψαμε το ξεφτέρι (είδος γερακιού), τον ώτο (είδος κουκουβάγιας, γκιώνης ή μπούφος) και τη δράκαινα (είδος ψαριού).

-Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι τα παιδιά έμαθαν να επικεντρώνονται στις απαιτήσεις του γλωσσικού "παιχνιδιού" μας, ψάχνοντας λέξεις που αρχίζουν με τα συγκεκριμένα γράμματα, αλλά και ότι συνδύασαν με μεγάλη άνεση ανόμοια πράγματα στις ιστορίες τους (δεν έβαλα κανένα περιορισμό στη φαντασία τους), όπως θα έκανε ένας δημιουργός παραμυθιών που σπάει τις συμβάσεις της πραγματικότητας ή, ακόμα, και ένας ευφάνταστος επιστήμονας που δημιουργεί κάτι νέο.
Μπράβο παιδιά!!!


Ας μην ξεχνάμε εκπαιδευτικοί και γονείς ότι:
"Άνθρωποι με μεγάλη φαντασία γίνονται ηγέτες 
της ανθρωπότητας" (Άντλερ)









                                   



Απολαύστε τις ιστορίες των παιδιών, όπως μου τις υπαγόρευσαν, διαβάστε τις ξανά μαζί τους, συζητήστε για τα ζώα, μετρήστε μαζί τις λέξεις που αρχίζουν από το κάθε γράμμα, βρείτε κι άλλες και γράψτε καταλόγους αν τα ευχαριστεί (χωρίς να τα πιέσετε) και μην ξεχάσετε να τα συγχαρείτε γιατί έτσι τονώνετε την αυτοεκτίμησή τους.
Μπορείτε να παίξετε το παιχνίδι με παραλλαγές για όποιο ή όποια γράμματα θέλετε, π.χ. με ονόματα ανθρώπων...



Το μότο μας: 
“Οτιδήποτε βλέπεις, μπορεί να γίνει ένα παραμύθι 
και μπορείς να βγάλεις μια ιστορία από οτιδήποτε αγγίξεις” 

Χ. Κ. Άντερσεν


Μια ιστορία για τα ζώα που ζουν στο σπίτι με το γράμμα Α

Από τη Μαρία-Χριστίνα

"Μια μέρα η αλεπού έπαιζε στην αυλή με το αηδόνι. Παίζανε τους αστυνομικούς. Μετά βγήκε στην αυλή και το άλογο και κρατούσε ένα αβγό. Μετά ήρθε και η αγελάδα και άρπαξε το αβγό από το άλογο και το έκρυψε σε μια αποθήκη. Το άλογο και το αηδόνι, που έπαιζαν τους αστυνομικούς, έτρεξαν να βρουν το αβγό. Η αλεπού και το αηδόνι δεν το έβρισκαν και τότε ήρθε η αλκυόνη. Μπήκε στην αποθήκη από ένα άνοιγμα και το πήρε και το έδωσε στο άλογο. Μετά τα ζώα μπήκαν στο σπίτι με το Α, στο σπίτι τους, φάγανε ανανά, αβγά βραστά με αβγολέμονο και κοιμήθηκαν αγκαλιασμένα και αγαπημένα.
Μόλις ξαπλώσανε χτύπησε η πόρτα. Ήταν ένα αρνί που είχε στην πλάτη του μια αράχνη. Άνοιξε το άλογο και το αρνί είπε: "Καλησπέρα άλογο! Επειδή το όνομά μου αρχίζει από το γράμμα Α, πρέπει να μείνω κι εγώ σ’ αυτό το σπίτι και πρέπει να μείνει και η αράχνη επειδή το όνομά της αρχίζει από το γράμμα Α". "Α! περάστε, είπε το άλογο". Μπήκαν στο σπίτι και η αράχνη πήγε και κοιμήθηκε απάνω στο αβγό και το αρνί δίπλα στο άλογο. Το πρωί που ξυπνήσανε είπανε  καλημέρα και μετά πήγανε όλοι μαζί στην αποθήκη. Εκεί βρήκανε κι άλλα αβγά και τα φάγανε με αβγολέμονο. Η αλεπού, το αηδόνι, η αγελάδα, η αλκυόνη, το αρνί και η αράχνη ζούσανε μαζί και περνούσανε πολύ ωραία. Όλο αβγά με αβγολέμονο και ανανά τρώγανε…
Μια μέρα πήγανε μια βόλτα στο δάσος. Το αηδόνι, η αλκυόνη και η αράχνη είχανε ανέβει πάνω στην πλάτη του άλογου, της αγελάδας και της αλεπούς, επειδή ήτανε μικρά. Πήγανε στο δάσος και εκεί συναντήσανε την αρκούδα. Η αρκούδα, που αρχίζει από το Α, είδε που ήταν ωραία παρέα και είπε: "Με θέλετε κι εμένα να έρθω μαζί σας να μένω;". Τα ζώα της είπανε: "Ναι, αρκούδα, να έρθεις. Μπορείς να μας φέρεις και λίγο μέλι να φάμε γιατί όλο αβγά με αβγολέμονο τρώμε και ανανά;" "Βεβαίως!", είπε η αρκούδα και πήρε το μέλι της και πήγε στο σπίτι με το γράμμα Α και έμενε μαζί με το άλογο, την αγελάδα, την αλεπού, την αλκυόνη, το αηδόνι, το αρνί και την αράχνη. Ήτανε μεγάλο το σπίτι τους και χωρούσανε. Περνούσανε καλά.
Μια μέρα πέταξε πάνω από το σπίτι τους ένας αετός, πολύ μεγάλος. Η αλεπού, το άλογο, η αγελάδα, το αηδόνι, αγελάδα, το αρνί και η αράχνη μόλις είδαν τον αετό φώναξαν: "Α! τι μεγάλος αετός!" Και μετά του φωνάξανε να κατέβει και να πάει να μείνει μαζί τους. Ο αετός κατέβηκε, αλλά δεν χωρούσε μέσα στο σπίτι και τότε αποφάσισαν να έρχεται όποτε θέλει και να μένει απάνω στη στέγη. Ανεβαίνανε και τα άλλα ζώα και βλέπανε ένα άστρο, που ήτανε πολύ λαμπερό. Μόνο το αρνί φοβότανε μην το φάει ο αετός και δεν έβγαινε από το σπίτι. Αλλά ο αετός του είπε να μη φοβάται γιατί δεν θα το έτρωγε ποτέ, επειδή είχανε γίνει φίλοι". 


Μια ιστορία για τα ζώα που ζουν στο σπίτι με το γράμμα Β

Από την Αριάδνη, τον Παναγιώτη, 
τη Μαρία-Χριστίνα και το Μιχάλη

"Μια μέρα ο βάτραχος και το βόδι πήγανε βόλτα σε ένα βουνό. Περπατούσανε αλλά το βουνό είχε πολλούς βράχους. Μέχρι να περάσουνε τους βράχους έπιασε βροχή. Μετά έγινε βράδυ και κοιμηθήκανε στο βουνό κάτω από ένα βράχο. Όταν ξημέρωσε βρήκανε βατόμουρα και βερίκοκα και τα φάγανε και μετά βουρ βουρ βουρ τρέξανε σπίτι τους και φάγανε βούτυρο και βλέπανε βίντεο και τη βροχή που έπεφτε έξω".


Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Π

Από την Αριάδνη και τον Παναγιώτη

ποντικός την Πέμπτη είχε πόνο στην πλάτη. Φώναζε: Πόνος! Πόνος! Τότε το πόνυ τον πήρε και τον πήγε στο γιατρό, που ήτανε μακριά στην πόλη. Ο γιατρός του είπε να πιει πορτοκαλάδα και να φάει πεπόνι και να πάει στο σπίτι του. Ο ποντικός με το πόνυ πήγανε στο σπίτι τους με το γράμμα Π. Ο πιγκουίνος και η πάπια τού έφεραν πορτοκαλάδα και πεπόνι. Ο ποντικός ήπιε την πορτοκαλάδα και έφαγε το πεπόνι και την Παρασκευή έγινε καλά και πήγε και περπάτησε στο βουνό. Τότε όμως πόνεσαν τα πόδια του και φώναζε πάλι: Πόνος! Πόνος! Η πάπια τον πήρε και τον πήγε πάλι στο γιατρό. Ο γιατρός του είπε να πιει πορτοκαλάδα και να φάει πεπόνι και να πάει στο σπίτι του. Ο πιγκουίνος και το πόνυ του έφεραν ένα μεγάλο ποτήρι πορτοκαλάδα και ένα πολύ μεγάλο πεπόνι. Ο ποντικός ήπιε την πορτοκαλάδα και έφαγε όλο το πεπόνι και του πέρασε ο πόνος. Την άλλη μέρα ο ποντικός, ο πιγκουίνος και η πάπια φυτέψανε λουλούδια και πάνω στα λουλούδια κάθισαν μια πεταλούδα πολύχρωμη και ένας παπαγάλος πολύχρωμος και μια πασχαλίτσα. Εκεί που παίζανε με την πασχαλίτσα, την πεταλούδα και τον παπαγάλο έπιασε καταιγίδα. "Πω! Πω! Καταιγίδα!" είπανε και πήγανε μέσα και παίξανε μέσα στο σπίτι. Μετά φάγανε παγωτό και πατάτες ψητές και πατατάκια ψημένα και μετά βγάλανε τα παπούτσια τους και πήγανε για ύπνο".

Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Γ

Από το Μάριο

"Μια μέρα η γάτα και ο γορίλας και το γουρούνι πήγανε σε μια γιορτή και φάγανε γαρίδες και γαριδάκια. Μετά πήγε και ο γάιδαρος και γκάριζε ια! Ια! γιατί ήθελε να φάει κι αυτός γαρίδες και γαριδάκια και η κοιλιά του γουργούριζε. Έφαγε πολλές γαρίδες και πολλά γαριδάκια και μετά ο γάιδαρος μαζί με το γορίλα, τη γάτα και το γουρούνι γυρίσανε στο σπίτι τους, που είχε το γράμμα Γ. και ήπιανε γάλα από την αγελάδα. Γείρανε στα κρεβατάκια τους και τότε άκουσαν: "Γαβ! Γαβ!" Ήτανε ο σκύλος που είχε πάει και φώναζε: "Θέλω κι εγώ γάλα". Ο γορίλας σηκώθηκε και του έδωσε ένα γεμάτο ποτήρι γάλα. Ο σκύλος ευχαριστήθηκε, το ήπιε και είπε στο γορίλα: "Γεια σου!"  "Γεια σου!' είπε κι ο γορίλας και γύρισε στο κρεβάτι του. Αλλά η πόρτα ξαναχτύπησε. Ο γορίλας πήγε πάλι και άνοιξε. Ήταν η γαλοπούλα. "Γλου, γλου, γλου!" είπε η γαλοπούλα, "πρέπει να μείνω κι εγώ εδώ σ’ αυτό το σπίτι, γιατί το όνομά μου αρχίζει από Γ".  Ο γορίλας της είπε: "Έλα, και γείρε να κοιμηθείς". Μετά ξαναχτυπάει η πόρτα. Ο γορίλας βαριότανε να σηκωθεί από το κρεβάτι του και σηκώθηκε η γάτα. Άνοιξε την πόρτα και ήταν η γόπα. Μόλις είδε η γόπα τη γάτα κατατρόμαξε, γιατί ήξερε ότι στη γάτα αρέσουνε τα ψάρια. Αλλά η γάτα τής είπε: "Μην τρομάζεις, ησύχασε γόπα! Τώρα πια δεν τρώω γόπες, αλλά τρώω άλλα ψάρια. Πέρασε να μείνεις μαζί μας". Μπήκε η γόπα στο σπίτι με το γράμμα Γ και γείρανε να κοιμηθούνε μαζί με τη γάτα, το γορίλα, το γάιδαρο και το γουρούνι. Σε λίγο ακούσανε: "Γρ, γρ, γρ". Σηκώθηκε ο γάιδαρος να δει ποιος είναι και ήταν ένας γλάρος. "Ήρθα να μείνω εδώ μαζί σας και να πιω και λίγο γαλατάκι", είπε ο γλάρος στο γάιδαρο. Ο γάιδαρος είπε: "Ναι, πέρασε, γλάρε".
Στο σπίτι με το γράμμα Γ τώρα μένανε ο γάιδαρος, η γάτα, το γουρούνι, ο γορίλας, η γόπα και ο γλάρος και περνούσανε πολύ καλά".


Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Δ

Από το Μάριο και το Μιχάλη

"Μια φορά κι έναν καιρό ένα δελφίνι και ένας δεινόσαυρος μένανε στο σπίτι με το γράμμα Δ. Μια μέρα το δελφίνι ήθελε να πάει στο νερό. Δεν μπορούσε όμως και είπε στον δεινόσαυρο: «Καλέ μου. δεινόσαυρε, μπορείς να με σηκώσεις και να με πας στη θάλασσα;» Ο δεινόσαυρος είπε: «Βεβαίως!» Ο δεινόσαυρος πήγε το δελφίνι στη θάλασσα και το δελφίνι του είπε "ευχαριστώ". Ο δεινόσαυρος έκατσε στην παραλία για να βλέπει το δελφίνι που κολυμπούσε. Σε λίγο του είπε: «Έλα, να πάμε σπίτι μας. Δεν μπορώ άλλο να περιμένω». Το δελφίνι είχε συναντήσει μέσα στη θάλασσα καρχαρίες και προσπαθούσε να τους αποφύγει. Τα κατάφερε και πήγε πάλι έξω στην παραλία και ανέβηκε πάνω στην πλάτη του δεινόσαυρου και γυρίσανε στο σπίτι τους με το γράμμα Δ. Έξω από το σπίτι ήτανε ένα δέντρο. Ο δεινόσαυρος έφαγε φύλλα και έδωσε και στο δελφίνι. Το δελφίνι όμως είπε: «Δε θέλω, δεν τρώω φύλλα. Θα ήθελα να φάω μια δράκαινα». Ο δεινόσαυρος τότε πήγε στη θάλασσα και με τις ποδάρες του έσκαψε στην άμμο και τσάκωσε τη δράκαινα με τα δόντια του και την πήγε στο δελφίνι και την έφαγε. Μετά μπήκαν μέσα στο σπίτι και είδαν ένα δώρο. Το ανοίξανε το δώρο και είχε μέσα ένα παιχνίδι δικαστήριο. Το δελφίνι και ο δεινόσαυρος παίξανε τους δικαστές και νίκησε το δελφίνι, που ήτανε και δύτης. Δηλαδή, αυτή ήταν η δουλειά του. Μετά το δελφίνι και ο δεινόσαυρος κοιμηθήκανε και οι δύο και είδαν όνειρο. Είδαν εκατοντάδες Δ και δ στο διάστημα που τα έτρωγε ένας δράκος. Βγήκανε τότε στο δρόμο και φωνάζανε στο δράκο: «Δράκο, μην τρως όλα τα Δ και τα δ! Δώσε μας κι εμάς κανένα!» Ο δράκος τους πέταξε ένα Δ μεγάλο στο δεινόσαυρο και ένα δ μικρό στο δελφίνι και μετά πήγανε πάλι στο σπίτι τους. Και μετά ξυπνήσανε και καταλάβανε ότι είδαν όνειρο".


Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Φ

Από τον Τριαντάφυλλο και τον Εφραίμ

φώκια, το φίδι και η φάλαινα στρώσανε τραπέζι και φέρανε το φαγητό τους να φάνε που ήτανε φακές, φασολάκια και φάβα. Φάγανε και μετά πήγανε στο φούρνο να αγοράσουνε γλυκό με τρούφα και στο σούπερ μάρκετ για να αγοράσουνε φιστίκια και φράουλες, επειδή το φίδι είχε γενέθλια. Μετά γυρίσανε στο σπίτι τους και η φώκια και η φάλαινα βάλανε κεράκια στο γλυκό και το φίδι φύσηξε, φ φ φ, έσβησε το κεράκι και φάγανε το γλυκό, τα φιστίκια, τις φράουλες. Μετά η φάλαινα και η φώκια  χάρισαν στο φίδι ένα παιχνίδι φιδάκι και παίξανε όλοι μαζί. Η φώκια είπε στη φάλαινα και στο φίδι: "Στα γενέθλιά μου να μου φέρετε ένα παιχνίδι φώκια" και η φάλαινα είπε στο φίδι και στη φώκια: "Στα δικά μου γενέθλια να μου χαρίσετε ένα παιχνίδι φάλαινα".
Μετά φύσηξε δυνατός αέρας και η φάλαινα, το φίδι και η φώκια φοβηθήκανε. Τότε έσβησε και το φως και ήτανε σκοτεινά. Είχανε όμως κινητά και ανάψανε το φως από τα κινητά τους και δεν φοβόντουσαν πια. Πέσανε και κοιμηθήκανε και το φως δεν είχε ανάψει ακόμα. Άναψε την άλλη μέρα που το φτιάξανε".

Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Χ

Από την Οριάνα, τον Τριαντάφυλλο και τον Εφραίμ

"Μια μέρα ο χαμαιλέοντας πήγε σε ένα χωριό που είχε πολύ χώμα. Έκατσε στο χώμα λίγο και μετά ήρθε και η χελώνα. "Χαίρεσαι που είσαι στο χώμα"; είπε η χελώνα στον χαμαιλέοντα. "Χαίρομαι πολύ", είπε ο χαμαιλέοντας. "Πάμε να βρούμε χόρτα στα χωράφια"; Πήγαν και βρήκαν χόρτα και μετά χιόνισε και τότε ήρθε το χελιδόνι και τους πήρε στην πλάτη του και τους πήγε στο χωριό. Στο χωριό, στο δρόμο, ήταν ένα χαλίκι και ο χαμαιλέοντας χτύπησε το πόδι του. Τότε ήρθε το χταπόδι και του είπε:  "Χτύπησες;" "Χτύπησα", είπε ο χαμαιλέοντας. Το χταπόδι, η χελώνα και το χελιδόνι πήγαν στη θάλασσα για να βρουν φαγητό, τροφή. Βρήκαν χουρμάδες από μια χουρμαδιά και αγόρασαν και χωνάκι παγωτό. Όμως ήτανε χειμώνας, παγωνιά και είχε χιόνι. Το χελιδόνι, ο χαμαιλέοντας, το χταπόδι και η χελώνα πήγανε στο σπίτι τους με το γράμμα Χ και χωθήκανε κάτω από το χαλί και χουζουρίζανε για να ζεσταθούνε".


Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Τ

Από τον Τριαντάφυλλο, τον Εφραίμ και την Οριάνα

"Την Τρίτη ο τάρανδος βγήκε από το σπίτι του που ζούσε με την τίγρη, και πήγε έξω στο χιόνι. Συνάντησε έναν τρυποκάρυδο και του είπε: "Τι κάνεις τρυποκάρυδε;" "Τρυπάω τον κορμό του δέντρου για να κάνω τη φωλιά μου και να χωθώ γιατί τουρτουρίζω". Κάτω από το δέντρο ο τάρανδος είδε ένα τυφλοπόντικα και τον ρώτησε: "Πού πας τυφλοπόντικα"; "Πάω να τρυπώσω σε μια τρύπα, γιατί τουρτουρίζω από το κρύο". Ψηλά στον ουρανό πετούσε ένα τρυγόνι. Είδε τα κέρατα του τάρανδου και νόμιζε πως ήταν κλαδιά και κατέβηκε και κάθισε. Μετά από λίγο ακούστηκε: "τρ τρ τρ τρ τρ". Ήταν ένα τριζόνι. "Γιατί φωνάζεις, τριζόνι, και μας κούφανες τα αφτιά μας;" το ρώτησε ο τάρανδος. "Κρυώνω και ψάχνω να βρω κάπου να τρυπώσω". Ο τάρανδος τότε του είπε να το πάρει στο σπίτι του, που είχε απ’ έξω το γράμμα Τ. Τότε ο τάρανδος το πήρε πάνω στην πλάτη του και του είπε: "Τώρα θα σε πάω στο ζεστό μας το σπίτι". Ο τάρανδος με το τριζόνι στην πλάτη του, το τρυγόνι που ήταν πάνω στα κέρατα του τάρανδου, ο τυφλοπόντικας και ο τρυποκάρυδος πήγαν στο σπίτι του τάρανδου και της τίγρης. Τότε ο τάρανδος φώναξε στην τίγρη, που ήταν μέσα: "Άνοιξε, τίγρη! Σου έφερα έναν τρυποκάρυδο, ένα τρυγόνι, ένα τριζόνι και έναν τυφλοπόντικα". Άνοιξε η τίγρη και όλοι μαζί ζήσανε στο ζεστό τους σπίτι και φάγανε τυρί και μια τούρτα και περάσανε καλά".


Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Σ

Από  την Αναστασία, τον Κωνσταντίνο Μ.,τον Κωνσταντίνο Σ., το Μάριο, την Αριάδνη, και τον Εφραίμ

"Στο σπίτι με το γράμμα Σ ζούσαν μια σαύρα, ένα σαλιγκάρι και ένα σαμιαμίδι. Μια μέρα η σαύρα, το σαλιγκάρι και το σαμιαμίδι ανέβηκαν σε μια σκάλα ψηλή και έφτασαν ψηλά σε ένα σύννεφο, για να δουν τα σπίτια του χωριού με τα 24 γράμματα από ψηλά. Αφού είδαν τα σπίτια όλα κατέβηκαν και σκέφτηκαν να σκάψουν μια σήραγγα. Έσκαψαν τη σήραγγα και βρήκαν σόδα. Ήπιαν τη σόδα, γιατί πονούσε το στομάχι τους. Σε λίγο βρήκαν στη σήραγγα ένα σημείωμα που έγραφε: «Σήμερα ελάτε στο σπίτι μου για να σκουπίσουμε μαζί. Στέφανος».
Η σαύρα, το σαλιγκάρι και το σαμιαμίδι πήγαν στο σπίτι του Στέφανου και του χάρισαν σόδα και μια σκούπα στρογγυλή. Σκούπισαν το σπίτι του Στέφανου και μετά ο Στέφανος τους κέρασε σούπα, σάντουιτς, σοκολάτα και σοκοφρέτες. Τότε ήρθε ένα σκουλήκι και είπε: "Τι κάνετε εδώ;" "Τρώμε σούπα, σάντουιτς και σοκολάτα και σοκοφρέτες". Του έδωσαν και του σκουληκιού να φάει και μετά το σκουλήκι, η σαύρα, το σαλιγκάρι και το σαμιαμίδι μαζί με τον Στέφανο σκέφτηκαν και σουβλίσανε σουβλάκια. Με τη μυρωδιά από τα σουβλάκια εμφανίστηκε ο σκύλος. Ο σκύλος, το σκουλήκι, η σαύρα, το σαλιγκάρι, το σαμιαμίδι και ο Στέφανος παίξανε το παιχνίδι της σιωπής. Σ! σ! σ! Και τότε έγινε σεισμός και όλοι μπήκανε μέσα στο συρτάρι. Τότε ήρθε ένας σούπερ ήρωας, άνοιξε το συρτάρι και τους πήρε όλους και τους πήγε στο σπίτι, που είχε απέξω το γράμμα Σ. Μένανε τώρα εκεί μαζί το σαλιγκάρι, το σαμιαμίδι, η σαύρα, το σκουλήκι και ο σκύλος γιατί το όνομά τους άρχιζε από το γράμμα Σ. Ο σκύλος φύλαγε τα άλλα ζώα, επειδή ήτανε μικρά. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα".

Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Λ

Από το Μάριο, την Αριάδνη, 
τη Μαρία-Χριστίνα και την Ειρήνη

"Μια μέρα ο λύκος, η λύκαινα, η λιβελούλα και το λαγουδάκι, που ζούσανε στο σπίτι με το γράμμα Λ, πήγανε βόλτα για να βρούνε λουλούδια για να τα στολίσουνε το σπίτι τους. Βρήκανε λεβάντες και τις κόψανε. Τότε ήρθε ένα λυκόσκυλο και τους είπε: "Δώστε μου κι εμένα λίγες λεβάντες να φτιάξω ένα στεφάνι να το βάλω στο κεφάλι μου". Ο λύκος, η λύκαινα και το λαγουδάκι δεν του δώσανε και φύγανε. Το λυκόσκυλο μάζεψε λίγες λεβάντες που είχανε μείνει και έφτιαξε ένα στεφανάκι. Το λυκόσκυλο δεν είχε σπίτι και αποφάσισε και πήγε στο σπίτι με το γράμμα Λ, που ζούσαν ο λύκος, η λύκαινα, η λιβελούλα και το λαγουδάκι. «Τι ωραίο σπίτι που έχετε!» είπε στο λύκο, στη λύκαινα, στη λιβελούλα και στο λαγουδάκι. «Να μείνω κι εγώ μαζί σας»; "Να μείνεις, εντάξει", του είπαν ο λύκος, η λύκαινα, η λιβελούλα και το λαγουδάκι. "Μπορείς να μείνεις, γιατί το όνομά σου αρχίζει από το γράμμα Λ". Τότε η λύκαινα μαγείρεψε λουκάνικα και λουκουμάδες και λουκούμια και ο λύκος πήγε στο λαχανόκηπο και μάζεψε λάχανα και κάνανε σαλάτα και η λιβελούλα με το λαγουδάκι πήγανε σε μια λεμονιά και κόψανε λεμόνια και κάνανε λεμονάδα και ήπιανε.
Όταν φάγανε τα φαγητά τραγουδήσανε όλοι μαζί: "Λα λα λα λαλα λαλαλα και ο λύκος έπαιξε λαούτο!"


Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Κ

Από τον Κωνσταντίνο Μ.

"Μια φορά κι έναν καιρό τα ζώα που έμεναν στο σπίτι με το γράμμα Κ, ο κόκορας, η κότα, ο κροκόδειλος, η καμήλα, το κοράκι, η κουκουβάγια και το κοάλα, μπήκανε στο καράβι για να πάνε στην Κόρινθο για να μαζέψουνε κοχύλια. Γεμίσανε ένα καλαθάκι κοχύλια και μετά πήγανε πάλι στο καράβι και γυρίσανε στο σπίτι τους. Ο κόκορας, το κοράκι, ο κροκόδειλος και το κοάλα κάνανε κολάζ με τα κοχύλια και η κότα, η κουκουβάγια και η καμήλα κάνανε κολιέ.
Μετά η κότα είπε στον κόκορα: «Κόκορα, είναι η ώρα να κάνω αβγά, για να γίνουν κοτόπουλα». Και πήγε κι έκανε πολλά αβγά και τα κλώσησε και σε λίγες μέρες βγήκανε πολλά κοτόπουλα. «Κόκορα», είπε η κότα, «πρέπει να πάρουμε ένα κρεβάτι μεγάλο για να κοιμηθούν όλα τα κοτόπουλα». Ο κόκορας έφερε ένα κρεβάτι και έναν καναπέ. Μετά κάτσανε στις καρέκλες για να φάνε. Είχανε καρπούζι, καρότα, κοκορέτσι, κριτσίνια (τυριού), καραμέλες, καλαμπόκι ψητό, κέικ και κεράσια. Μετά κοιμηθήκανε και τα κοτόπουλα και τα άλλα ζώα όλα στο κρεβάτι και στον καναπέ.
Το πρωί κοιτάξανε από το παράθυρο και είδανε κάτι περίεργο. Ο κόκορας και η κότα λένε: «Αυτό το περίεργο πράγμα μπορεί να φάει τα κοτόπουλα!» Ήταν ένας κυνηγός και όλοι κρυφτήκανε κάτω από το κρεβάτι και κάτω από τον καναπέ. Τα κοτόπουλα κρυφτήκανε μέσα σε ένα κουτί. Ο κυνηγός πήγε κοντά και δεν είδε κανέναν. Όμως κάτω από τον καναπέ φαινόταν η καμπούρα της καμήλας. Και τότε ο κυνηγός κατάλαβε και είπε: «Τι κάνετε εκεί κάτω;» Η κουκουβάγια, που είναι σοφή, είπε: «Κουκουβά, εμείς είμαστε πολύ μικρά ζωάκια και φοβηθήκαμε. Μη μας σκοτώσεις. Όμως αν θέλεις μπορούμε να γίνουμε φίλοι». Τότε ο κροκόδειλος είπε: «Έλα να σε κεράσουμε κοκορέτσι!» Το κοάλα είπε: «Έλα να σε κεράσουμε κεράσια!».  Η κουκουβάγια είπε: «Έλα να σε κεράσουμε καρπουζάκι!» Η κότα είπε: «Έλα να σε κεράσουμε κέικ, κριτσίνια, καρότα και καλαμπόκι!» Η καμήλα είπε: "Έλα να σε κεράσουμε καραμέλες!" Ο κόκορας τότε έβαλε όλα τα καλούδια στο τραπέζι. Η καμήλα πήγε να φέρει τις καραμέλες, αλλά δεν τις έβρισκε. «Ποιος πήρε τις καραμέλες;» φώναξε η καμήλα. Τότε είδε τα κοτοπουλάκια που ήτανε μέσα στο κουτί και τρώγανε τις καραμέλες. Η καμήλα τα μάλωσε αλλά η κότα της είπε: «Άστα, είναι μικρά». Μετά καθίσανε στις καρέκλες και στον καναπέ και φάγανε όλα τα καλούδια μαζί με τον κυνηγό.
Αφού φάγανε, ο κυνηγός τους είπε: «Τώρα θα σας πάρω όλους στην καρότσα και θα πάμε στο καρναβάλι. Πήγανε στο καρναβάλι και εκεί συνάντησαν έναν κάβουρα, ένα καλαμάρι κράκεν, μια καρέτα-καρέτα χελώνα και έναν καρχαρία. Ο κάβουρας, το καλαμάρι κράκεν, η καρέτα-καρέτα και ο καρχαρίας ήταν ντυμένοι καρναβάλι γιατί ήταν Απόκριες. Ο κάβουρας ήταν ο Κωνσταντίνος, το καλαμάρι μια κυρία που τη λέγανε Κωνσταντίνα, η καρέτα-καρέτα ήταν ο Κωνσταντίνος Σ. και ο καρχαρίας ήταν μια κινέζα. Χόρεψαν όλοι μαζί καλαματιανό χορό και μετά είπαν καληνύχτα και γύρισαν στα σπίτια τους και κοιμήθηκαν.
Την άλλη μέρα ήρθε στο σπίτι τους ένα καγκουρό από την Αυστραλία με το μωρό του και ένας κάστορας. Το καγκουρό τους έφερε δώρο καρύδια και ο κάστορας τους έφερε κάστανα. Με τα καρύδια φτιάξανε καρυδόπιτα και με τα κάστανα καστανόπιτα. Φάγανε όλοι μαζί. Μετά ήρθανε τα Χριστούγεννα και ένα βράδυ ο κάστορας τους είπε το παραμύθι του καρυοθραύστη. Τότε πέρασε απ’ έξω ένα κουνέλι και μπήκε κι αυτό να ακούσει το παραμύθι. Μετά έφτιαξαν όλοι μαζί έναν καρυοθραύστη που έσπαγε τα καρύδια και από τότε όλα αυτά τα ζώα μένανε μαζί στο σπίτι με το γράμμα Κ.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα".

Μια ιστορία για τα ζώα που ζουν στο σπίτι με το γράμμα Ξ

Από το Μάριο, τη Μαρία-Χριστίνα, 
το Μιχάλη και την Αριάδνη

"Ένα πρωί ο ξιφίας έσκαψε με τη μύτη του στον πάτο της θάλασσας και βρήκε ένα ξίφος, που το είχε πετάξει ένας ξιφομάχος που έπαιζε ξιφομαχία. Ο ξιφίας πήρε το ξίφος και το έδειξε στους φίλους του που μένανε στα άλλα σπίτια και στο ξεφτέρι που ζούσανε μαζί στο σπίτι με το γράμμα Ξ. Το ξεφτέρι όταν είδε το ξίφος ζήλεψε και είπε: "Ας πάω κι εγώ να σκάψω με το ράμφος μου, μήπως βρω κι εγώ κάτι". Έσκαψε στο χώμα πάνω στο βουνό και βρήκε ένα ξύλο και μια ξύστρα. Τότε έκοψε ένα κομμάτι από το ξύλο και προσπάθησε να το ξύσει με την ξύστρα. Ήθελε να κάνει ένα μολύβι για να γράφει. Κατάλαβε όμως ότι το ξύλο δεν ήταν μολύβι και γι’ αυτό δεν έγραφε. Τότε σκέφτηκε και πήγε στο χταπόδι και πήρε μελάνι και βούταγε μέσα το ξύλο και έγραφε, όπως το καλαμάρι που έγραφαν στα παλιά τα χρόνια. Έγραψε σε ένα χαρτί ξιφίας και ξεφτέρι. Μετά έκοψε ένα άλλο κομμάτι από το ξύλο και το έκανε ξίφος. Το έξυσε με την ξύστρα που έχει ένα ξυράφι και το έκανε άσπρο. Πήγε μετά στον ξιφία και του είπε να παίξουνε ξιφομαχία. Παίξανε ξιφομαχία ο ξιφίας με το κανονικό ξίφος και το ξεφτέρι με το ξύλινο ξίφος. Νίκησε ο ξιφίας, γιατί είχε το κανονικό ξίφος, το σιδερένιο, και με το σιδερένιο ξίφος έκοψε το ξίφος το ξύλινο που είχε το ξεφτέρι. Το ξεφτέρι θύμωσε, αλλά μετά είπε στον ξιφία: "Δώσε μου κι εμένα λίγο το ξίφος σου, για να πάω να κόψω ξύλα. Θα γίνω ξυλοκόπος και θα φέρνω τα ξύλα στο σπίτι μας να τα καίμε στο τζάκι και να ζεσταινόμαστε". Ο ξιφίας του έδωσε το ξίφος και το ξεφτέρι πήγε κι έκοψε πολλά ξύλα από το δάσος και τα έφερε και ανάψανε φωτιά στο τζάκι τους και ζεσταθήκανε. Φτιάξανε και μια σαλάτα και φάγανε και βάλανε λάδι και ξύδι. Όμως, πεινούσανε κι άλλο και γι’ αυτό πήρανε τα λεφτά τους και είπανε να πάνε να τα ξοδέψουνε. Πήγανε και τα ξοδέψανε και πήρανε ξινομυζύθρα και τη φάγανε και χορτάσανε. Μετά είδανε ότι μέσα στο σπίτι είχε σκόνη και πήρανε τα ξεσκονόπανα και ξεσκονίσανε. Μετά που ξεσκονίσανε ξαπλώσανε να κοιμηθούνε, αλλά μπήκε μέσα στο σπίτι τους μια μύγα και δεν μπορούσανε να κοιμηθούν. Σηκωθήκανε να τη σκοτώσουνε, αλλά δεν είχανε μυγοσκοτώστρα και γι’ αυτό λέγανε ξουτ μύγα, ξουτ μύγα και τη διώξανε και κοιμηθήκανε".

Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Ψ

Από τον Κωνσταντίνο Μ., την Αριάδνη 
και τον Κωνσταντίνο Σ.

"Μια μέρα το ψάρι, η ψείρα, ο ψύλλος, το ψαρόνι και το ψαροπούλι, που το λένε και αλκυόνη, ψήσανε ψωμί στην ψησταριά και φάγανε μαζί με ψητό κρέας. Την ώρα που τρώγανε πέρασε από το σπίτι τους ένας ψηλός γίγαντας. Τότε η ψείρα πέταξε στο κεφάλι του. Ο γίγαντας ξυνότανε και δεν ήξερε γιατί ξυνότανε. Τότε πέταξε στο αφτί του ο ψύλλος και του ψιθύρισε ότι στο κεφάλι του ήτανε η ψείρα. Ο γίγαντας πήγε αμέσως στο φαρμακείο και αγόρασε σπρέι και το έριξε στην ψείρα ψψψ, ψψψ, ψψψ. Η ψείρα έπεσε κάτω και μετά από λίγο πέταξε πάνω στο κεφάλι του ψαρονιού. Το ψαρόνι ξυνότανε και γαργαλιότανε και τότε το ψαροπούλι του είπε: "Εγώ θα σε ξεψειρίσω και θα σου βάλω σπρέι για τις ψείρες". Του έβαλε σπρέι ψψψ, ψψψ, ψψψψψ, και η ψείρα ψόφησε και το ψαρόνι δεν ξυνότανε πια.
Στο σπίτι με το γράμμα Ψ τώρα έμεινε το ψάρι, ο ψύλλος, το ψαρόνι και το ψαροπούλι. Ο γίγαντας τους πήρε όλους στην πλάτη του και τους πήγε βόλτα σε ένα ψαροχώρι. Στο ψαροχώρι ζούσανε πολλά ψάρια και ένας ψαράς. Το ψάρι βρήκε τους φίλους του, τα άλλα ψάρια, και παίξανε ένα παιχνίδι με ψεύτικα ψωμιά και μετά πέσανε στη θάλασσα για κολύμπι. Ο ψαράς έβαλε ένα σκουλήκι ψόφιο στο αγκίστρι του και προσπάθησε να ψαρέψει τα ψάρια.  Το ψαρόνι, που ήτανε ψηλά στο βράχο μαζί με το ψαροπούλι, το είδανε το ψόφιο σκουλήκι και φωνάξανε στα ψάρια: "Ο ψαράς έχει βάλει ένα ψόφιο σκουλήκι στο αγκίστρι! Να μην το φάτε!" Τα ψάρια ακούσανε το ψαρόνι και το ψαροπούλι και φύγανε και πήγανε και κρυφτήκανε σε μια σπηλιά κάτω από το βράχο. Τότε το ψαρόνι σκέφτηκε μαζί με το ψαροπούλι και ρίξανε στη θάλασσα πολλά ψεύτικα ψάρια και ο ψαράς νόμιζε ότι ήταν αληθινά και προσπαθούσε να τα ψαρέψει. Όταν το κατάλαβε θύμωσε και έψαχνε να βρει πού πήγαν και κρύφτηκαν τα αληθινά ψάρια. Τότε το ψαρόνι πέταξε και πήγε στον ψηλό τον γίγαντα, που έτρωγε ψητό κρεατάκι και ψωμί, και του είπε: "Τα ψάρια κινδυνεύουν από τον ψαρά. Να τα πάρεις όλα και να τα πας στο χωριό και άφησέ τα στο σπίτι με το γράμμα Ψ". Ο ψηλός ο γίγαντας άρχισε να μαζεύει τα ψάρια αλλά ο ψαράς είχε φτάσει και μπορεί να τα ψάρευε. Τότε το ψαρόνι φώναξε τους φίλους του, τα άλλα ψαρόνια, να έρθουν να βοηθήσουν. Ήρθανε χιλιάδες ψαρόνια και πετάξανε πάνω από το κεφάλι του ψαρά και τον φοβίσανε πάρα πολύ. Τότε πέταξε και ο ψύλλος στο αφτί του και τον τσίμπησε και ο ψαράς  άρχισε να τρέχει για να πάει στο σπίτι του. Ο ψηλός ο γίγαντας τους πήρε όλους στην πλάτη του και τους πήγε στο σπίτι τους.  Πέταξε και ο ψύλλος και πήγε κι αυτός μαζί τους και ζήσανε καλά κι εμείς καλύτερα. Μετά κάνανε και μια λίμνη έξω από το σπίτι τους και κολυμπούσανε τα ψάρια όποτε θέλανε".


Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Ε

Από την Αριάδνη, το Μάριο, 
τον Παναγιώτη και το Μιχάλη

"Στο σπίτι με το γράμμα Ε ζούσανε ένας ελέφαντας, ένα ελάφι και μια ενυδρίδα. Μια μέρα είπανε να πάνε μια βόλτα. Η ενυδρίδα ήθελε να πάει στις νεροτσουλήθρες να παίξει με τα νερά. Το ίδιο ήθελε και ο ελέφαντας γιατί σκέφτηκε να πετάει νερό με την προβοσκίδα του. Το ελάφι όμως ήθελε να πάει στα χιόνια και στον άη Βασίλη. Αποφασίσανε να χωριστούνε και να πάει ο καθένας όπου θέλει. Το ελάφι έφτασε στον άη Βασίλη και του είπε: "Να φτιάξεις ελάφια ψεύτικα και ψεύτικους ελέφαντες και ελικοπτεράκια παιχνίδια για όλα τα παιδιά και  ε-ποντίκια, που είναι παράξενα ποντίκια και ε-τσαντάκια, δηλαδή, παράξενα τσαντάκια για τα κορίτσια". Ο άη Βασίλης τα έφτιαξε όλα αυτά τα παιχνίδια που του είπε το ελάφι και το ελάφι γύρισε ευχαριστημένο στο σπίτι του.
Ο ελέφαντας και η ενυδρίδα πήγαν στις νεροτσουλήθρες. Ο ελέφαντας ρουφούσε νερό με την προβοσκίδα του με μετά το πετούσε και η ενυδρίδα καθότανε και την έβρεχε και μετά φωνάζανε: Ε, ε, ε, ζήτω οι νεροτσουλήθρες! Μετά ο ελέφαντας ανέβηκε να κάνει τσουλήθρα και όλο το νερό πετάχτηκε και πιτσίλισε όλα τα παιδιά και γελούσανε.
Όταν βαρεθήκανε γυρίσανε ο ελέφαντας και η ενυδρίδα στο σπίτι τους και καθίσανε με το ελάφι και είπανε τα νέα τους. Μετά φάγανε ελιές και κοιμηθήκανε".


Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Μ

Από το Μάνο, την Αναστασία, το Στέφανο, τον Κωνσταντίνο Σ., τον Κωνσταντίνο Μ., τον Τριαντάφυλλο, τον Εφραίμ, τον Παναγιώτη, το Μάριο, την Ειρήνη, 
το Μιχάλη, την Αριάδνη και τη Μαρία-Χριστίνα

"Ένα πρωί η μύγα μάλωσε με τη μαϊμού, γιατί η μαϊμού έφαγε όλες τις μπανάνες από τη μπανανιά. "Αφού πεινούσα πολύ", είπε η μαϊμού, "έφαγα όλες τις μπανάνες. Μη με μαλώνεις!" Τότε η μύγα είπε: "Τότε θα πάω κι εγώ ένα ταξίδι και θα βρω άλλη μπανανιά να φάω μπανάνες". Τότε ο μονόκερος της είπε: "Μην πας. Μείνε μαζί μας". Μα η μύγα πήγε επειδή ήθελε πολύ να φάει μπανάνες. Πέταξε και πήγε στο Μώλο και βρήκε μια μπανανιά και έφαγε όσες μπανάνες ήθελε.  Τότε η μέλισσα και το μυρμήγκι είπαν: "Κι εμείς πεινάμε και δεν έχει άλλες μπανάνες να φάμε". Ο μονόκερος τότε τους είπε: "Μη στενοχωριέστε. Θα φάτε μήλα από τη μηλιά". Φάγανε μήλα από τη μηλιά αλλά δεν χορτάσανε. Τότε η μαϊμού είπε: "Βλέπω μια μανταρινιά. Πάμε να φάμε μανταρίνια;" Φάγανε μανταρίνια από τη μανταρινιά και μετά η μέλισσα έφερε πολύ μέλι και κέρασε όλα τα ζώα, δηλαδή, το μυρμήγκι, το μονόκερο, τη μαϊμού και έφαγε κι αυτή και φυλάξανε και λίγο να φάει η μύγα όταν θα γύριζε.
Μετά χτύπησε την πόρτα ένα παιδί που το λέγανε Μάνο, ένα παιδί που το λέγανε Μιχάλη και ένα παιδί που το λέγανε Μάριο, μαζί με τις μαμάδες τους και τους φέρανε μούρα και μούσμουλα και μαρμελάδα και μαρούλια και μπισκότα και μπιφτέκια και μακαρόνια και ένα μπουκάλι με χυμό μήλο. Φάγανε όλοι και ήπιανε το χυμό μήλο και μετά ο Μάνος, ο Μιχάλης και ο Μάριος παίξανε μαζί με το μυρμήγκι, τη μαϊμού, το μονόκερο, τη μέλισσα και τη μύγα που είχε γυρίσει από το Μώλο, ένα παιχνίδι που το λένε Μήλα και το παίζουνε με τη μπάλα. Μετά τραγουδήσανε όλοι μαζί το Μήλο μου κόκκινο και μετά παίξανε μονόζυγο. Τους έπιασε μανία με το μονόζυγο και κάνανε πάρα πολύ ώρα ο ένας μετά τον άλλο. Μετά ζωγραφίσανε με το μολύβι ώσπου έσπασε το μολύβι. Τότε ο Μάνος, ο Μιχάλης και ο Μάριος φύγανε με τις μαμάδες τους και γυρίσανε στα σπίτια τους και το μυρμήγκι, η μαϊμού, ο μονόκερος, η μέλισσα και η μύγα πήρανε τα μαξιλάρια τους και κοιμηθήκανε".

Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Υ

Από τον Κωνσταντίνο Σ. και το Μιχάλη 
με συμπλήρωμα από το Μάριο, τη Μαρία-Χριστίνα και την Αριάδνη (ως προς τα μεταφορικά μέσα)

 "Στο σπίτι με το γράμμα Υ έμενε μόνο η ύαινα, γιατί δεν την ήθελε κανείς για παρέα. Μια μέρα η ύαινα πήγε μια βόλτα για να βρει κάποια ζώα και να τους πει να μείνουν μαζί.  Συνάντησε τον τάρανδο, αλλά ο τάρανδος της είπε πως μένει στο σπίτι με το γράμμα Τ μαζί με τον τυφλοπόντικα και την τίγρη και άλλους και πως δεν μπορεί να πάει να μείνει μαζί της. Ύστερα συνάντησε το ελάφι και του είπε να πάει να μείνει μαζί της, αλλά το ελάφι φοβήθηκε και της είπε πως αυτό δε γίνεται γιατί μένει στο σπίτι του μαζί με τον ελέφαντα και την ενυδρίδα. Η ύαινα ήταν πολύ μόνη και τότε σκέφτηκε και πήγε μακριά στην Αφρική και βρήκε έναν άντρα, δηλαδή, έναν μπαμπά ύαινα. Τον βρήκε και του είπε να πάει να μείνει μαζί της στο χωριό με τα 24 γράμματα. Ο μπαμπάς ύαινα πήγε με τη μαμά ύαινα και περνούσανε καλά. Μετά από καιρό κάνανε πάρα πολλά παιδιά και δεν χωρούσανε στο σπίτι. Και αποφάσισαν και έφυγαν και πήγαν στην Αφρική που είχε πολύ χώρο στα μεγάλα λιβάδια και στο σπίτι με το γράμμα Υ ερχότανε μόνο τα καλοκαίρια για διακοπές. Η μαμά ύαινα και ο μπαμπάς ύαινα διαλέξανε να πηγαίνουνε στο σπίτι με το γράμμα Υ με ένα υδροπλάνο και μερικές φορές πηγαίνανε με ένα υποβρύχιο". 


Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Ο

Από το Μάριο, τη Μαρία-Χριστίνα και το Μιχάλη

ουρακοτάγκος ζούσε στο σπίτι με το γράμμα Ο με τη γυναίκα του που ήταν πολύ όμορφη. Στο ίδιο σπίτι έμενε και ένα «ορκόνα». Αυτό είναι ένα μαγικό ζώο που είναι μακρύ και κουλουριάζεται σαν το Ο, με μακριά ουρά και δοντάρες. Μια μέρα ο ουρακοτάγκος όπλισε το όπλο του γιατί ήθελε να χτυπήσει ένα ορτύκι που πετούσε ψηλά. Το ορτύκι φώναξε: "Ο! ο! ο! μη με χτυπάς!" Αλλά πρόλαβε και κρύφτηκε. Μετά ήρθε η αστυνομία και πήρε το όπλο από τον ουρακοτάγκο και του είπε: «Γιατί χτυπάς το ορτύκι, ουρακοτάγκο; Δεν ξέρεις ότι απαγορεύεται να έχεις όπλο;" Ο ουρακοτάγκος είπε συγνώμη στους αστυνομικούς και μετά φώναξε το ορτύκι και του είπε κι αυτουνού συγνώμη και το κάλεσε να μείνουνε μαζί στο σπίτι και να γίνουνε φίλοι.
Μια μέρα ο ουρακοτάγκος μαζί με το ορτύκι και το ορκόνα πήγανε στη θάλασσα και είδανε μια όρκα και είπανε: "Τι μεγάλη όρκα!" Και φύγανε γιατί φοβηθήκανε. Τότε η όρκα τους φώναξε: "Περιμένετε! Μη φοβάστε! Εγώ θέλω να γίνουμε φίλοι και να έρθω να μένουμε όλοι μαζί στο σπίτι με το γράμμα Ο". Τότε βγήκε από τη θάλασσα μια μικρή ογόνα, που ήτανε γοργόνα, αλλά επειδή ήτανε μικρή δε μιλούσε καθαρά και δεν ήξερε να πει γοργόνα και έλεγε ογόνα. Τότε το ορκόνα είπε στον ουρακοτάγκο και στο ορτύκι να πάρουνε μαζί την όρκα και τη μικρή ογόνα. Ο ουρακοτάγκος και το ορτύκι δε φοβόντουσαν πια και είπανε ναι. Πήγανε στο σπίτι και τώρα μένανε μαζί ο ουρακοτάγκος, η γυναίκα του, το ορτύκι, το ορκόνα, η όρκα και η μικρή ογόνα. Μια μέρα κάνανε ένα πάρτι και χορεύανε και τραγουδούσανε: "Όπα όπα όπα, σ’ αγαπώ μα δε σου το ’πα". Τότε πέρασε από το σπίτι τους ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Οδυσσέα και όταν είδε το πάρτι, είπε: "Να έρθω κι εγώ να τραγουδήσω μαζί σας αυτό το τραγούδι;" "Έλα", του είπαν ο ουρακοτάγκος, η γυναίκα του, το ορτύκι, το ορκόνα, η όρκα και η μικρή ογόνα. Και τότε τραγουδήσανε πάλι μαζί με τον Οδυσσέα: "'Οπα, όπα, όπα, σ’ αγαπώ μα δε σου το ’πα". Μετά έπιασε μια βροχή και τα ζώα είπαν: "Πάμε μέσα γιατί θα βραχούμε". Αλλά τότε ο Οδυσσέας τους έδωσε από μια ομπρέλα και έτσι τη γλιτώσανε τη βροχή. Ήτανε αστεία όλα αυτά τα ζώα με τις ομπρέλες τους. Μετά ο Οδυσσέας είπε καληνύχτα στα ζώα και έφυγε και τελείωσε το πάρτι. Πήγανε και τα ζώα μέσα και κοιμηθήκανε ευχαριστημένα".


Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Ζ

Από την Οριάνα και τη Μαρία-Χριστίνα

ζέβρα και το ζαρκάδι μένανε στο σπίτι με το γράμμα Ζ. Μια μέρα η ζέβρα πήγε μια βόλτα και στο δρόμο συνάντησε ένα ζουζούνι, που ζουζούνιζε. "Γεια σου, ζουζούνι! Έλα να μείνεις στο σπίτι με το γράμμα Ζ, που μένουμε εγώ και το ζαρκάδι!" Το ζουζούνι πήγε μαζί με τη ζέβρα. Όταν φτάσανε είπε η ζέβρα στο ζαρκάδι: "Ζαρκάδι, σου έφερα ένα ζουζούνι να μένει μαζί μας και να ζουζουνίζει, να μας παίζει μουσική". "Μπράβο, ζέβρα!" είπε το ζαρκάδι. Το ζουζούνι ζουζούνισε όλη μέρα και η ζέβρα και το ζαρκάδι ζαλιστήκανε και του είπανε να σταματήσει. Το ζουζούνι σταμάτησε και μετά η ζέβρα, το ζαρκάδι και το ζουζούνι φάγανε ζελέ και «ζουζάκι», που είναι ένα φαγητό με ρυζάκι. Μετά κοιμηθήκανε και την άλλη μέρα πήγανε στη ζούγκλα και είδανε τα ζώα και ένα Ζορό. Ύστερα γυρίσανε στο σπίτι τους και ζωγραφίσανε τα ζώα που είδανε και το Ζορό. Ο Ζορό τους άρεσε πολύ και όταν ήρθαν οι Απόκριες ντυθήκανε Ζορό με ζώνη και το ζουζούνι και η ζέβρα και το ζαρκάδι φωνάζανε Ζήτω! και περάσανε πολύ ωραία".


Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Ν

Από το Μάνο και τον Κωνσταντίνο Μ.

"Μια φορά ζούσε σε μια λίμνη ένα νερόφιδο. Η νυχτερίδα που πετούσε εκεί κοντά στη λίμνη κάλεσε το νερόφιδο στο σπίτι με το γράμμα Ν. Μετά πήγε στη νυφίτσα που μένανε μαζί, και της είπε ότι κάλεσε το νερόφιδο. Η νυφίτσα είπε στη νυχτερίδα: «Πρέπει να φτιάξουμε μια λιμνούλα για να παίζει το νερόφιδο». Φτιάξανε τη λιμνούλα. Ήρθε το νερόφιδο και το κέρασαν ντόνατς και ντομάτες και πολύ νερό και μετά το έβαλαν να κάνει νάνι στη λιμνούλα με το νερό, γιατί νύσταζε. Η νυχτερίδα το ντάντεψε και του είπε: «Νάνι , νάνι το νερόφιδο να κάνει».
Την άλλη μέρα η νυφίτσα πήγε ταξίδι σε ένα νησί που ήταν ένας ναυαγός. «Μη φοβάσαι», του είπε η νυφίτσα. "Θα σε πάρω στο σπίτι μου να μένουμε μαζί με τη νυχτερίδα και το νερόφιδο". Η νυφίτσα τον έπιασε από τα μαλλιά και μετά πέταξε και πήγε στο σπίτι. Κοιμήθηκαν και την άλλη μέρα η νυχτερίδα, η νυφίτσα και το νερόφιδο μαζί με το ναυαγό, που τον έλεγαν Νικόλα, ανέβηκαν σε ένα γιγάντιο νούφαρο που είχε φυτρώσει στη λιμνούλα και πήγανε ταξίδι στη Νεροχώρα. Όλοι οι φίλοι ήπιανε πολύ νερό και μετά ξαναγύρισαν στο σπίτι του Ν. Επειδή τους αρέσανε τα ταξίδια, μετά πήγανε κι άλλο ταξίδι στη Νάξο με ένα καράβι που το λέγανε Νινοκαράβι και το δεύτερο όνομά του ήτανε Μπλου Σταρ Νάξος. Στη Νάξο είδανε ένα ναυάγιο και το τραβήξανε από το βυθό και το φτιάξανε και μετά με αυτό το καράβι πήγανε άλλο ταξίδι στη Νότια Αμερική. Συνεχώς κάνανε ταξίδια για περιπέτειες. Μετά γυρίσανε στο σπίτι τους και πέσανε να κοιμηθούνε νωρίς, γιατί ήτανε κουρασμένοι από το ταξίδι. Όλοι μαζί κάνανε νάνι νάνι πάνω στο γιγάντιο νούφαρο".

Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Η

Από το Μάνο και τον Κωνσταντίνο Μ.

"Στο σπίτι με το γράμμα Η έμενε ένα ζώο που το λένε ημίονο. Τα άλλα ζώα δεν ήξεραν ότι το ζώο αυτό το λένε ημίονο και μπερδευτήκανε, γιατί αυτό το ζώο ήτανε το μουλάρι. Μια μέρα ένα μουλάρι πήγε στο σπίτι του ημίονου και του είπε: «Εσύ είσαι μουλάρι και πρέπει να πας να μείνεις στο σπίτι με το γράμμα Μ». Ο ημίονος τότε είπε στο άλλο μουλάρι: "Εγώ είμαι μουλάρι, αλλά οι επιστήμονες με λένε ημίονο και γι’ αυτό πρέπει να μείνω στο σπίτι με το γράμμα Η, γιατί δεν υπάρχει άλλο ζώο να μείνει. Οι επιστήμονες είναι αυτοί που διαβάζουν πολλά βιβλία και φτιάχνουν κατασκευές και κάνουνε εξερευνήσεις».
Το μουλάρι τότε κατάλαβε και έφυγε. Του ημίονου του άρεσε να κάθεται και να βλέπει τον ήλιο και να τρώει ηλιόσπορους. Όλη μέρα καθόταν στον ήλιο και έτρωγε ηλιόσπορους. Μια μέρα ήρθε ένας επιστήμονας που τον λέγανε Ηρακλή και ένας άλλος που τον λέγανε Ηλία. «Πώς τα περνάς εδώ ημίονε;» «Καλά τα περνάω», είπε ο ημίονος και τους κέρασε ηλιόσπορους. «Εμείς πάμε να εξερευνήσουμε τον ήλιο, γιατί είναι ένας σκοπός του επιστήμονα να δει αν καίει, αν έχει καμιά αρρώστια. Δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτόν», είπε ο επιστήμονας που τον λέγαν Ηρακλή. «Θέλεις να έρθεις κι εσύ μαζί μας;»
Ο ημίονος είπε ναι και πήγε με τους επιστήμονες, τον Ηρακλή και τον Ηλία, να εξερευνήσουν τον ήλιο. Μετά από πολλές μέρες γύρισε ο ημίονος, αλλά είχε καεί η ουρά του, επειδή ο ήλιος έκαιγε. Τότε έβαλε αντιηλιακό και του πέρασε το κάψιμο.
Όταν έγινε καλά ο ημίονος φύτεψε ηλιόσπορους στον κήπο του και γέμισε ο κήπος λουλούδια ηλιοτρόπια, που κάνουνε τους ηλιόσπορους. Επειδή είχε πάρα πολλούς ηλιόσπορους πήγε στο Ηρώο και τους φύτεψε και γέμισε το Ηρώο ηλιοτρόπια που κάνανε χιλιάδες ηλιόσπορους και πηγαίνανε και παίρνανε οι άνθρωποι και τρώγανε".


Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι με το γράμμα Ι

Από το Μάριο, την Αριάδνη και τη Μαρία-Χριστίνα 

"Μια φορά κι έναν καιρό το ιγκουάνα της θάλασσας πήγε και κάθισε πάνω στην πλάτη του ιπποπόταμου. Νόμιζε ότι ήτανε ένα νησί. Μετά πετάχτηκε και ένας ιππόκαμπος και πήγε κι αυτός στην πλάτη του ιπποπόταμου. Ο ιπποπόταμος όμως βούλιαξε στο νερό, γιατί αυτό του αρέσει να το κάνει,  και τότε το ιγκουάνα της θάλασσας και ο ιππόκαμπος κολυμπήσανε. Όταν ξαναβγήκε ο ιπποπόταμος πήγανε πάλι στην πλάτη του το ιγκουάνα και ο ιππόκαμπος. Ήτανε ένα παιχνίδι που κάνανε. Εκείνη την ώρα πέρασε από την παραλία ο Ιάσονας που ήταν ντυμένος ιππότης με πανοπλία και ο Ιωάννης που ήταν ντυμένος ινδιάνος και είδανε πώς κάτι λάμπει μέσα στη θάλασσα. Ήτανε η πλάτη του ιπποπόταμου. Όταν τους είδε το ιγκουάνα της θάλασσας και ο ιππόκαμπος πεταχτήκανε έξω και πήγανε μαζί με τον Ιάσονα και τον Ιωάννη μία βόλτα και συναντήσανε το ιγκουάνα που ζει στη στεριά. Χαρήκανε πολύ και όλοι μαζί το αποφασίσανε και πήγανε ένα ταξιδάκι στην Ιταλία και φάγανε μακαρόνια και πίτσα. Μετά καθίσανε κάτω από ένα δέντρο που είχε ίσκιο, γιατί ήτανε καλοκαίρι και είχε πολύ ήλιο. Μετά γυρίσανε πίσω και πήγανε πάλι στη θάλασσα και ανεβήκανε στην πλάτη του ιπποπόταμου και πήγανε όλη η παρέα στο σπίτι με το γράμμα Ι. Καθίσανε όλοι μαζί και είπανε μια ιστορία".

                                                                             
                  Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι 
                                      με το γράμμα Ρ

                  Από το Μάριο, την Αριάδνη και τη Μαρία-Χριστίνα

Μια φορά ήταν ένας ρινόκερος που του άρεσε να τρώει ρόδια, ρύζι, ραδίκια και ροδάκινα. Μια μέρα έφαγε πολλά ρόδια, πολύ ρύζι, πολλά ραδίκια και πολλά ροδάκινα και μετά πήγε βόλτα γιατί ήθελε να ρευτεί. Τότε είδε ένα ρακούν που είχε μια ρόδα με πετάλια και σέλα και φτερά. Για να δουλεύουν τα φτερά έπρεπε να κάνεις το πετάλι. Ο ρινόκερος ζήλεψε και είπε στο ρακούν: "Θέλεις να παίξουμε μαζί;" Το ρακούν είχε κι άλλη ρόδα με φτερά και του τη χάρισε. Το ρακούν και ο ρινόκερος γίνανε φίλοι και αποφάσισαν να πάνε ταξίδι στο Ρέθυμνο! Πήγανε στο σπίτι τους να ντυθούνε και να ετοιμάσουνε τις βαλίτσες τους. Τα ρούχα όμως του ρινόκερου ήτανε σκισμένα και πήγε στο εργαστήριο του ράφτη να του τα ράψει. Ο ράφτης του έραψε τα ρούχα και μετά ο ρινόκερος και το ρακούν ανεβήκανε στις ρόδες τους και πήγανε στο Ρέθυμνο. Στο Ρέθυμνο γνωρίσανε τη Ροδάνθη και τη Ρούλα και μαλώνανε ποια θα παντρευτούνε. Η Ροδάνθη ήτανε ρινοκερος γυναίκα και η Ρούλα ήτανε ρακούν κορίτσι. Μετά αποφασίσανε να παντρευτεί ο ρινόκερος τη Ροδάνθη και το ρακούν τη Ρούλα. Παντρευτήκανε και στο γάμο κεράσανε ρόδια, ρύζι, ροδάκινα και ραδίκια σε όλα τα ζώα που πήγανε. Είχανε φτιάξει και πολλές ρόδες με σέλα και φτερά και πετάλια και τους χαρίσανε σε όλους από μία και κάνανε ένα ωραίο γλέντι. Μετά φύγανε από το Ρέθυμνο και γυρίσανε όλοι μαζί στο χωριό τους με τα 24 σπίτια και μένανε στο σπίτι με το γράμμα Ρ, γιατί από αυτό το γράμμα άρχιζε το όνομά τους. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!"


Μια ιστορία για τα ζώα που μένουν στο σπίτι 
                                      με το γράμμα Ω

Από τον Κωνσταντίνο Μ.

Στο καμπαναριό της Αγίας Τριάδας έμενε ο ώτος (μπούφος). Του άρεσε εκεί που έμενε είχε ωραία θέα αλλά και γιατί έβλεπε την ώρα στο ρολόι και άκουσε όταν χτυπούσε η καμπάνα για την ώρα. Έτσι ξυπνούσε το βράδυ γιατί ήταν νυχτοπούλι. Μόλις χτυπούσε η καμπάνα το βράδυ ξυπνούσε και δε φοβότανε μήπως τον πάρει ο ύπνος. Τη νύχτα κατέβαινε κάτω και του άρεσε γιατί έβρισκε πολλά παιχνίδια στις τρύπες και έπαιζε. Το πρωί κοιμότανε στη φωλιά του στο καμπαναριό. Ένα πρωί που κοιμότανε άκουσε φασαρία και ξύπνησε. Είδε τότε ένα όρνιο δίπλα του και τρόμαξε. Αλλά το όρνιο τού είπε να μη φοβάται και ότι πήγε εκεί για να τον προσέχει. Ο ώτος και το όρνιο γίνανε φίλοι και ζούσανε στο καμπαναριό μαζί και περνούσανε καλά οι δυο τους. Πιο πολύ τους άρεσε όταν χτυπούσε η καμπάνα και έλεγε την ώρα.



Σχεδίαση, οργάνωση και υλοποίηση δραστηριότητας: Γιάννα Σέργη