Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020

ΤΗΝ ΕΙΔΑ ΤΗΝ ΞΑΝΘΟΥΛΑ...



Ακούστε μαζί με τα παιδιά το τραγούδι πατώντας στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.youtube.com/watch?v=4XRzRT7b0OU&list=RD4XRzRT7b0OU&index=1


Ποίηση: Διονύσιος Σολωμός
Μελοποίηση: Νικόλαος Μάντζαρος (συνθέτης του Εθνικού μας Ύμνου)

Το ποίημα εντάσσεται στη νεανική περίοδο της δημιουργίας του Δ. Σολωμού (1818-1823). Περιγράφει τα συναισθήματα που δημιουργούνται από την αναχώρηση ενός αγαπημένου προσώπου, της Ξανθούλας, για την ξενιτιά. Η εκφραστική λιτότητα του ποιήματος, η μουσική του N. Μάντζαρου και η ερμηνεία της Α. Καγιαλόγλου δημιουργούν ένα τρυφερό αποτέλεσμα και συμβάλλουν στην απόλαυση αλλά και στην εύκολη πρόσληψη των νοημάτων του ποιήματος από τα παιδιά.
 Διάλεξα να ασχοληθούμε με την Ξανθούλα με αφορμή την  Παγκόσμια Ημέρα για την Ελληνική Γλώσσα*, η οποία εορτάζεται κάθε χρόνο στις 9 Φεβρουαρίου, ημέρα μνήμης του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού.  
*Η καθιέρωση της Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας έγινε με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Εξωτερικών και Παιδείας (ΦΕΚ Β΄1384/24/04/2017).

Αφού διαβάσαμε το ποίημα και ακούσαμε το τραγούδι, προέτρεψα τα παιδιά της ομάδας του ολοήμερου τμήματος να σκεφτούν και να εκφράσουν την άποψή τους για:
-την πιθανή προέλευση του ονόματος της Ξανθούλας
-τους λόγους που, κατά τη γνώμη τους, ταξίδεψε στην ξενιτιά
-για την ώρα της αναχώρησης
-για τα συναισθήματα των φίλων της και τα δικά της
και, κυρίως, 
-για το πώς φαντάζονται τη ζωή της στην ξενιτιά καθώς και  τη ζωή της και τη ζωή των φίλων της στην περίπτωση που, σύμφωνα με την άποψη κάποιων παιδιών, θα επέστρεφε στην πατρίδα της.

Στόχοι: 
Η αισθητική απόλαυση από την ποίηση και τη μελοποίησή της
Η κατανόηση και η έκφραση συναισθημάτων
Η γλωσσική καλλιέργεια  και η έκφραση νοημάτων

Παρακάτω, η αναχώρηση της Ξανθούλας, όπως τη ζωγράφισε η Αριάδνη, και η ιστορία που δημιούργησε: 



"Η Ξανθούλα ήταν όμορφη με ξανθά μαλλιά. Φόρεσε ένα φουστανάκι με καρδούλες και ετοιμάστηκε να πάει στην ξενιτιά. Μπήκε σε μια βαρκούλα που το πανάκι της ήταν άσπρο σαν περιστέρι. Η Ξανθούλα αποφάσισε μια μέρα να φύγει, γιατί στη χώρα της είχε πόλεμο ενώ στην ξενιτιά δεν είχε. Είχε ειρήνη. 
Έφυγε το βράδυ και οι φίλοι της ήταν στο λιμάνι και την αποχαιρετούσαν. Πιο πολύ ήταν στενοχωρημένοι που έφευγε η φίλη τους και δακρύσανε. Η Ξανθούλα τους χαιρετούσε από τη βαρκούλα με το μαντίλι της. Ταξίδευε, ταξίδευε η βαρκούλα με την Ξανθούλα και σε λίγο δεν μπορούσαν οι φίλοι της να τη δουν καλά, γιατί είχε πάει πολύ μακριά στη θάλασσα. 
Η Ξανθούλα έφτασε σε μια μεγάλη πόλη και πήγε και έμεινε σε ένα ξενοδοχείο. Την άλλη μέρα άρχισε τη δουλειά. Έφτιαχνε χυμούς και τους πουλούσε στο δρόμο, γιατί δεν είχε μαγαζί. Όμως σε λίγο καιρό μάζεψε πολλά λεφτά και αποφάσισε και έχτισε ένα σπίτι πολύ μεγάλο με πισίνα μπροστά. Τώρα η Ξανθούλα ήτανε χαρούμενη. Της άρεσε η χώρα που έμενε και το σπίτι της και έτσι έμεινε εκεί πολλά χρόνια. Έμεινε τρία χρόνια. Το σκεφτόταν όμως και το χωριό της και τους φίλους της. Έλεγε, τι να κάνουν οι φίλοι μου; 
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος στο χωριό της αποχαιρέτησε την ξενιτιά και γύρισε στο χωριό της. Οι φίλοι της τρέξανε και την αγκάλιασαν. Η Ξανθούλα αγόρασε τρία παγωτά και τους κέρασε και τους χάρισε πολλά δώρα. 
Μετά έφτιαξε ένα μεγάλο σπίτι και είπε στους φίλους της να πάνε να μείνουνε μαζί της, γιατί αυτοί δεν είχανε σπίτι. Τα σπίτια τους είχανε γκρεμιστεί από τον πόλεμο. Όλοι έμεναν μαζί και ήταν ευτυχισμένοι. Μετά αρχίσανε και δουλεύανε και φτιάξανε πάλι ωραίο το χωριό τους, γιατί είχε χαλάσει όλο από τον πόλεμο. Αφού το έφτιαξαν ήταν όλοι πολύ χαρούμενοι και ζήσανε καλά κι εμείς καλύτερα".

Παρακάτω, η Ξανθούλα και η αναχώρησή της όπως τη ζωγράφισαν ο Μάριος, η Ειρήνη και η Μαρία-Χριστίνα και η δική τους ιστορία:




"Η Ξανθούλα ήταν μια ξανθιά κοπέλα που ζούσε σε ένα χωριό. Μια μέρα αποφάσισε να φύγει από το χωριό της και να πάει στην ξενιτιά, στην Αμερική. Εκεί ήταν η γονείς της και ο παππούς της με τη γιαγιά της. Λείπανε πολλά χρόνια γιατί τους άρεσε η Αμερική. Οι γονείς της δουλεύανε σε μια τράπεζα. Η Ξανθούλα ήτανε στο χωριό, γιατί της άρεσε να είναι με τους φίλους της και τις φίλες της, αλλά τώρα ήθελε πολύ να πάει να δει τους δικούς της. Μια μέρα το είπε στους φίλους της ότι αποφάσισε να πάει στην ξενιτιά. Οι φίλοι της χάρηκαν γιατί η Ξανθούλα θα έβλεπε τους γονείς της και τον παππού και τη γιαγιά της. Λυπήθηκαν όμως πάρα πολύ γιατί θα έφευγε η φίλη τους. Ήταν η καλύτερή τους φίλη και περνούσανε πολύ καλά. Ζωγραφίζανε, παίζανε και πηγαίνανε μαζί στο σχολείο. 
Ένα βράδυ πήγανε στο λιμάνι η Ξανθούλα με τους φίλους της, γιατί έπρεπε να ταξιδέψει. Η Ξανθούλα μπήκε στη βαρκούλα και οι φίλοι της τη χαιρετούσαν από το λιμάνι. Τη χαιρετούσαν και της έλεγαν ευχές: Να περάσεις καλά στην Αμερική, καλό ταξίδι, να έρθεις γρήγορα! Η Ξανθούλα τους χαιρετούσε με το μαντίλι της από τη βαρκούλα. Η βάρκα σε λίγη ώρα έφτασε πολύ μακριά στη θάλασσα. Οι φίλοι της δεν μπορούσαν να τη δουν, δεν ξεχώριζαν τη βάρκα από τα κύματα. Τότε δάκρυσαν οι φίλοι της. Γύρισαν στο σπίτι τους και ήταν πολύ λυπημένοι.
Η Ξανθούλα έφτασε στην Αμερική μετά από δύο μέρες. Στην Αμερική συνάντησε τους γονείς της και τον παππού της και τη γιαγιά της. Της είπανε: Καλώς τη! και την πήρανε αγκαλιά. Μετά πήγανε βόλτα στο ζωολογικό κήπο της Αμερικής και μετά σε ένα λούνα παρκ της Αμερικής. Η Ξανθούλα χοροπηδούσε από τη χαρά της. Κάθε μέρα η μαμά της και ο μπαμπάς της πηγαίνανε στη δουλειά τους, στην τράπεζα, και η Ξανθούλα έμενα στο σπίτι με τη γιαγιά της και τον παππού της και φτιάχνανε μπισκότα.
Στην Αμερική έμεινε πολύ καιρό. Δέκα χρόνια. Πήγε εκεί σχολείο. Πήγε σε ένα σχολείο που ήτανε παιδάκια από την Ελλάδα και όλοι μιλούσανε ελληνικά. 
Όταν περάσανε τα δέκα χρόνια, όλη η οικογένεια και η Ξανθούλα μπήκανε σε ένα καράβι και γυρίσανε στο χωριό τους, στην Ελλάδα. Όταν την είδαν οι φίλοι της έκαναν μεγάλες χαρές και την κάνανε μια μεγάλη αγκαλιά. Μετά η Ξανθούλα με την οικογένειά της πήγανε στο σπίτι τους για να δούνε το χώρο, μήπως τον φτιάξουν, γιατί είχε χαλάσει όλο το σπίτι, επειδή λείπανε δέκα χρόνια. Το φτιάξανε το σπίτι τους και βγάλανε τα ρούχα τους από τις βαλίτσες και τα φυλάξανε. Η Ξανθούλα ήτανε χαρούμενη που ξαναβρήκε τους φίλους της, αλλά στενοχωριότανε γιατί είχε φύγει από την Αμερική επειδή είχε κι εκεί φίλους. Τότε μια μάγισσα τη μεταμόρφωσε σε πεταλούδα και όποτε ήθελε πετούσε και πήγαινε στην Αμερική και όποτε ήθελε πετούσε και γύριζε στην Ελλάδα. Αυτό κράτησε τρεις βδομάδες και μετά ήτανε πάντα η Ξανθούλα και από τότε έμεινε για πάντα στο χωριό της, στην Ελλάδα. 
Πέρασαν πολλά χρόνια και η Ξανθούλα έγινε μεγάλη κοπέλα. Δούλευε και μετά παντρεύτηκε. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα". 


Παρακάτω, η ιστορία της Ξανθούλας όπως τη φαντάστηκε ο Μάνος, η Αναστασία, ο Κωνσταντίνος Μ., ο Κωνσταντίνος Σ. ο Τριαντάφυλλος, ο Εφραίμ, ο Στέφανος, ο Μιχάλης, η Αριάδνη και ο Παναγιώτης:

"Μια φορά κι έναν καιρό, η Ξανθούλα αποφάσισε να πάει στην ξενιτιά, που ήταν μια άλλη χώρα, μακριά από την Ελλάδα. Η Ξανθούλα είχε αυτό το όνομα γιατί ήτανε μια κοπέλα που είχε ξανθά μαλλιά (αν είχε μαύρα θα τη λέγανε Μαυρούλα, πρόσθεσε ο Μιχάλης). Η Ξανθούλα ήθελε να δει τους φίλους της σ' αυτή τη χώρα, που μένανε εκεί, γιατί εκεί τους γέννησε η μαμά τους. Όμως οι φίλοι της, που είχε εδώ στην Ελλάδα, στενοχωρήθηκαν όταν έφυγε η Ξανθούλα και όταν η βαρκούλα της είχε πάει πολύ μακριά. Λυπήθηκαν και δάκρυσαν, γιατί την έχασαν από την παρέα τους. Και όταν μπήκε στη βαρκούλα, της είπαν: Να περάσεις καλά και να προσέχεις! και τη χαιρετούσαν. Η Ξανθούλα τούς χαιρετούσε κι αυτή με το μαντίλι της από τη βαρκούλα.
Μετά η Ξανθούλα έφτασε στην ξενιτιά και συνάντησε τους άλλους φίλους της και αυτοί χάρηκαν πάρα πολύ. Έκαναν ένα τέλειο πάρτι από τη χαρά τους. 
Σε αυτή τη χώρα η Ξανθούλα περνούσε πολύ καλά και έζησε εκεί πολλά χρόνια. Δούλευε και σηκωνόταν πρωί πρωί για να πάει στη δουλειά της για να βγάλει λεφτά. Μετά παντρεύτηκε και έκανε παιδιά. 
Οι φίλοι της, που ήταν στην Ελλάδα, τη σκεφτόνταν και έλεγαν: Μακάρι να ερχόταν!
Όταν μεγάλωσαν τα μωρά της και έγιναν παιδάκια πιο μεγάλα, γύρισε πίσω στην Ελλάδα μαζί με τα παιδιά της, το καλοκαίρι. Αγκαλιές, φιλιά, αγάπη με τους φίλους της! Η Ξανθούλα τούς έφερε πολλά δώρα. Σοκολάτες, μαγνητάκια, στολίδια για το σπίτι τους, βιβλία, παραμύθια, πολλά δώρα, γιατί τους αγαπούσε. Όταν πέρασε το καλοκαίρι, η Ξανθούλα ξαναγύρισε στην ξενιτιά, στην άλλη χώρα, γιατί εκεί έμενε τώρα και εκεί ήταν η δουλειά της. Οι φίλοι της λυπήθηκαν πάλι, αλλά η Ξανθούλα τούς είπε ότι θα πήγαινε κάθε καλοκαίρι. Τότε οι φίλοι της χάρηκαν. Αυτό γινότανε πάντα και περνούσανε τέλεια".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιο: