Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Ο ΜΑΡΤΗΣ-ποιήματα, ιστορίες, παροιμίες, λαϊκά ονόματα, τραγούδια κ.α.

 

Από το βιβλίο: Γιάννα Σέργη (2010) ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΤΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΗΝΕΣ. Εκδόσεις Διάπλαση. Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή

Διαβάσαμε το ποίημα και ζωγραφίσαμε τον Μάρτη, με την έμπνευση της Ίριδας Σαμαρτζή

Κωνσταντίνος, 3ος 2022

Δέσποινα, 3ος 2022


Να και μία από τις πιο ωραίες παροιμίες για τον Μάρτη, γραμμένη, ζωγραφισμένη και κατασκευασμένη από τα χεράκια τους:
Ναι, μια γελάει και μια κλαίει!










Μα, γιατί ο Μάρτης μια γελάει και μια κλαίει; Γιατί μια έχει λιακάδα και μια βροχή και κρύο;
Μια ωραία αιτιολογική ελληνική παραδοσιακή ιστορία, που αρέσει πολύ στα παιδιά, μας δίνει την απάντηση:

Μια φορά όλοι οι Μήνες αποφάσισαν να παντρευτούν. Βρήκε λοιπόν ο καθένας μια γυναίκα, παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε. Ο Μάρτης καθυστερούσε, γιατί δεν μπορούσε να βρει τη γυναίκα που ήθελε. Έψαχνε, έψαχνε, ώσπου βρήκε μία γυναίκα πολύ πλούσια, αλλά πολύ άσχημη και πολύ κακότροπη. Έτσι, δεν έπαιρνε την απόφαση να την παντρευτεί και συνέχισε να ψάχνει. Κάποτε βρήκε μια άλλη, πολύ φτωχή, αλλά πολύ όμορφη και πολύ καλότροπη. Μπερδεύτηκε ο Μάρτης και τελικά, μετά από καιρό, πήρε μια τρελή απόφαση. Παντρεύτηκε και τις δύο, χωρίς αυτές να το ξέρουν! Τη μία την παντρεύτηκε για τα πλούτη της και την άλλη για την ομορφιά της και έστησε δυο σπιτικά. 
Τις μέρες που ο Μάρτης ήταν με την καλή γυναίκα περνούσε ωραία, γιατί αυτή τον καλωσόριζε με αγάπη, του μιλούσε με τα πιο όμορφα λόγια και του μαγείρευε τα πιο νόστιμα φαγητά. Κι αυτός από την ευχαρίστησή του έστελνε στον κόσμο τον ήλιο, τη ζέστη, τα λουλούδια κι όλες τις ομορφιές. 'Όταν όμως ήταν με την κακή, περνούσε πολύ άσχημα, γιατί αυτή του κακομιλούσε, ήταν όλο νεύρα και μαγείρευε απαίσια φαγητά ή βαριόταν ακόμα και να μαγειρέψει. Κι αυτός θύμωνε κι όλο τσακωνόταν μαζί της. Οι καβγάδες τους ήταν πολύ μεγάλοι. Πετούσαν τα τηγάνια και τις κατσαρόλες, τα γυαλικά κι ό,τι άλλο έβρισκαν μπροστά τους, φώναζαν κι έκαναν μεγάλη φασαρία. Κι ο Μάρτης, από το θυμό του, έστελνε στον κόσμο τα σύννεφα, το κρύο, τις βροντές και τη βροχή, το χαλάζι και το χιόνι.

Έτσι λοιπόν ο ευφάνταστος λαός μας, αιτιολόγησε τον άστατο καιρό του Μάρτη κι εμείς αποτυπώσαμε με τα χρώματά μας την έξυπνη αυτή ιστορία:


Ο Μάρτης με την κακή γυναίκα την ώρα του τσακωμού. Η γυναίκα είναι έτοιμη να πετάξει μια κατσαρόλα!



Ο σοφός λαός μας όμως, απέδωσε στον Μάρτη και πολλά ονόματα. Άλλα για τον άστατο καιρό, άλλα για τις γιορτές του, άλλα για τις ασχολίες των ανθρώπων. Όλα είναι υπέροχα και αιτιολογούν κι αυτά το ποιόν του. Θα τα μάθετε αμέσως διαβάζοντάς τα στην καρτέλα όπως τα έγραψαν τα παιδιά:

Γδάρτης, Ανοιξιάτης, Βαγγελιώτης, Φυτευτής, Κλαψομάρτης, Πεντάγνωμος! 
Του ταιριάζουν όλα!

Ακούστε και δείτε τώρα τι έκανε ο Μάρτης ο Πεντάγνωμος, μια μέρα στη μάνα του, που έβαλε μπουγάδα και άπλωσε τα ρούχα της για να στεγνώσουν:
Μελοποιημένο από Panos Galinosmusic, το ποίημα της Ρίτας Μπούμη-Παπά "Ο Μάρτης και η μάνα του"




Παρά τις αναποδιές του όμως, ο Μάρτης φέρνει πάντα την ΆΝΟΙΞΗ!



Την τραγουδούν τα περιστεράκια και όλα τα πουλιά! Ακούστε το παραδοσιακό τραγούδι "Τα κάλαντα της Άνοιξης" από το ΚΔΑΠ του Δήμου Σερρών και καμαρώστε κι αυτές τις ζωγραφιές των παιδιών, που έγιναν καθώς άκουγαν το τραγούδι (μια ασκησούλα προσοχής και αυτή, όπως και με τα άλλα ποιήματα και τραγούδια):





Θα καμαρώσετε όμως και το δέντρο των Εποχών, που το στολίσαμε όπως του άξιζε. Πεταλούδες και λουλούδια, αλλά και η Άνοιξη "αυτοπροσώπως" μεταμορφώνοντας μια ξύλινη κουτάλα:





Ο Μάρτης φέρνει και τη γιορτή της Πατρίδας:















Τρίτη 8 Μαρτίου 2022

ΙΠΤΑΜΕΝΟΙ ΠΙΘΗΚΟΙ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗΛΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ

Τι αφηγούνται τα παιδιά μας αυτή τη φορά; 

Ιστορίες για τη διαφορετικότητα, ιστορίες για ζώα με αποκλίνοντα χαρακτηριστικά με θέματα που έδωσα: Ιπτάμενοι πίθηκοι και Το λιοντάρι που δεν βρυχάται. 

Μια ιδέα από τη διαπολιτισμική έρευνα του Torrance με την υπόθεση ότι "οι άνθρωποι έχουν την τάση να γίνονται καχύποπτοι, ανήσυχοι, ακόμη και φοβισμένοι απέναντι σε κάποιον που είναι διαφορετικός από τους άλλους..." 

Οι ιστορίες των παιδιών είναι οδηγός για περαιτέρω εκπαιδευτικές δράσεις ενώ, ανοίγουν ένα γόνιμο πεδίο συζήτησης με τους γονείς.

Άραγε,

Τολμάω να δείξω τη διαφορετικότητά μου; Μου επιτρέπουν (π.χ. στο σχολείο μου) να εκδηλώσω τα στοιχεία που με κάνουν διαφορετικό;

Γίνομαι αποδεκτός από την ομάδα μου, επειδή είμαι διαφορετικός; Οι προϋποθέσεις;

Ο δρόμος είναι ανοιχτός για να πετάξω όσο ψηλά θέλω, σύμφωνα με τα ταλέντα μου αξιοποιώντας τα δυνατά μου σημεία; 

Το σχολείο προσαρμόζεται στις ανάγκες μου ή πρέπει μόνο εγώ να προσαρμοστώ στις απαιτήσεις του σχολείου;

Μπορώ να κατανοήσω και να αποδεχτώ τη διαφορετικότητα του καθενός από την ομάδα μου; Το σχολείο μου δείχνει δρόμους ή μήπως επιβραβεύει, χωρίς να προβληματίζεται, τον κομφορμισμό και τα γνωστά πρότυπα του "ήσυχου, υπάκουου, και πρόωρα φορτωμένου με γνώσεις παιδιού;" 

Για πολλά ακόμα θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε...μήπως και υπάρξει ένα πιο φωτεινό μέλλον για τους μικρούς μαθητές μας, για τους πολίτες του αύριο που προφανώς εκπαιδεύουμε σήμερα...αλλά που, πολύ συχνά, το ξεχνάμε για πάρα πολλούς λόγους...

Οι ιστορίες των παιδιών: 

Ιπτάμενοι πίθηκοι

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: “Μια φορά στη ζούγκλα ήταν τρεις πίθηκοι που δεν μπορούσαν να περπατήσουν, γιατί πονούσαν τα πόδια τους. Τα πόδια τους ήταν αδύνατα, δεν είχαν μεγαλώσει κανονικά. Τότε παρακάλεσαν το Θεούλη:-Επειδή τα πόδια μας πονάνε, σε παρακαλούμε δώσε μας φτερά να πετάμε. Ο Θεούλης τους έδωσε φτερά, ροζ, και τότε οι τρεις πίθηκοι μπορούσαν να πετάνε. Την πρώτη φορά πήγαν με τα φτερά τους στον ήλιο, ψηλά. Περάσανε ωραία, τους άρεσε. Σκεφτήκανε μετά να πάνε στο φεγγάρι. Τους άρεσε πολύ, πιο πολύ από τον ήλιο, γιατί ήταν νύχτα και είχε αστέρια. Γύρισαν στη ζούγκλα και είπαν στους άλλους πίθηκους που περπατούσαν ότι περάσανε ωραία στον ήλιο και πιο ωραία στο φεγγάρι. Οι άλλοι πίθηκοι είπαν: -Τέλεια θα ήτανε! Και θέλανε να πάνε κι αυτοί. Προσπαθούσανε με τα πόδια τους αλλά δεν γινόταν. Και τελικά πήγαν με τα πόδια τους στο δάσος με τους ελέφαντες. Τους είπαν: -Τι κάνετε; -Καλά είμαστε, είπαν οι ελέφαντες. -Πώς ήρθατε εδώ; -Με τα πόδια μας. Μετά γυρίσανε στη ζούγκλα και είπαν τα νέα τους στους άλλους πίθηκους. Μετά πήγαν σε μια βρύση και έπλυναν τα πόδια τους και οι άλλοι πίθηκοι έπλυναν τα φτερά τους. Τότε όλοι έγιναν φίλοι. Οι πίθηκοι που είχαν δυνατά πόδια δεν ζήλευαν τους άλλους που είχανε τα φτερά και τους είπανε: -Μπράβο που έχετε φτερά και πετάτε. Και αυτοί που είχαν τα φτερά είπαν: -Μπράβο που έχετε δυνατά πόδια και περπατάτε. Αλλά, οι πίθηκοι που δεν είχαν φτερά θέλανε πολύ να πετάξουνε. Και τότε αυτοί που είχανε τα φτερά τους είπαν: Ελάτε στην πλάτη μας για πάμε στο φεγγάρι. Και πήγαν! Ναι, κυρία. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”. 

Ιπτάμενοι πίθηκοι

ΧΡΗΣΤΟΣ Β.: “Στη ζούγκλα μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν ιπτάμενες μαϊμούδες. Μερικές ήταν ιπτάμενες, οι άλλες όχι. Είχαν φτερά γιατί κάποιοι μπορούν να γεννηθούν αλλιώς. Δεν μπορούσαν να περπατήσουν αλλά πετούσαν. Και οι άλλοι που περπατούσαν έτρωγαν μπανάνες και αυτοί που πετούσαν έτρωγαν σπόρους, όπως τα πουλιά. Οι μαϊμούδες που είχαν πόδια τους είπαν: -Να πάτε στους γιατρούς να σας κόψουν τα φτερά και να σας βάλουν πόδια και να σας αλλάξουν τη γνώμη, για να τρώτε μπανάνες. Τους ενοχλούσε που είχαν φτερά, γιατί έλεγαν πως δεν είναι δίκαιο, πρέπει να είστε σαν κι εμάς, τους άλλους που έχουμε πόδια.                                                                                      

Οι μαϊμούδες που είχαν φτερά είπαν: -Είναι δίκαιο, γιατί έτσι γεννηθήκαμε. Έτσι μας έκανε ο Θεός. Τελικά οι μαϊμούδες με τα πόδια κατάλαβαν και είπαν: -Ωραίες είστε. Να μην αλλάξετε ποτέ. Στην αρχή δεν μας αρέσατε γιατί δεν είσαστε κανονικές μαϊμούδες και δεν σας θέλαμε. Οι μαϊμούδες με τα φτερά όμως τρέξανε στο γιατρό, γιατί τους άρεσε να είχαν πόδια και να τρώνε μπανάνες. Δεν τους βοηθούσαν τα φτερά, γιατί έπεφταν κάτω και χτύπαγαν τα φτερά τους και δεν μπορούσαν να πετάξουν εύκολα. Ο γιατρός βρήκε ψεύτικα πόδια και χέρια και τους τα έβαλε, σαν γάντι, σαν ρομπότ. Στην αρχή τα ψεύτικα χέρια και τα πόδια δεν δούλευαν. Έμπαιναν μέσα από μια πόρτα, μέσα στο σιδερένιο ρομπότ, που δούλευε με κουμπιά. Τα κουμπιά τα πατούσαν με τα φτερά τους και το ρομπότ δούλεψε και περπατούσαν με τα πόδια του ρομπότ, τα ψεύτικα. Μοιάζανε λίγο με γορίλες, γιατί το ρομπότ είχε μια μορφή γορίλα, αλλά δεν πείραζε αυτό. Είχε φτιάξει ο γιατρός και ένα γερανάκι και τους σήκωνε και μπαίνανε μέσα στο ρομπότ και ήταν ευχαριστημένοι γιατί τώρα μπορούσαν να περπατάνε. Οι άλλες μαϊμούδες τις αντιμετώπισαν καλά και τους είπαν: Τι ωραίο ρομπότ, να μπούμε κι εμείς μέσα; Τελικά οι άλλες μαϊμούδες πήγαν σε έναν άλλο επιστήμονα και τους έφτιαξε ένα ρομπότ και έμπαιναν μέσα όποτε ήθελαν. Τότε όλοι έγιναν φίλοι και γνωρίστηκαν καλά".

Οι ιπτάμενοι πίθηκοι και το λιοντάρι που δεν βρυχάται

ΧΡΗΣΤΟΣ Σ.: “Μια φορά ζούσαν κάτι πίθηκοι που δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Μπορούσαν όμως να πετάνε. Ζούσαν σε μια σπηλιά σ’ εκείνη τη ζούγκλα, για να μην τους βλέπουν οι άλλοι πίθηκοι που είχαν πόδια και περπατούσαν και πηδούσαν. Τους κορόιδευαν επειδή δεν μπορούσαν να πηδήξουν, γι' αυτό αποφάσισαν να κρυφτούν σε μια σπηλιά. Είχαν μαζέψει φαγητό, είχαν νερό, είχανε κρεβάτια, είχανε κουβέρτες, τζάκι για να ζεσταίνονται και παράθυρο. Συζητούσαν μεταξύ τους και ήτανε καλά. Θέλανε πολύ να βγουν έξω και έβλεπαν τους άλλους που είχαν πόδια και ζήλευαν. Βγήκαν μια φορά αλλά τους κορόιδευαν οι άλλοι και ξαναμπήκαν στη σπηλιά τους. Σκέφτηκαν να βάλουν στολή να μοιάζουν με τους κανονικούς. Το έκαναν αυτό και βγήκαν αλλά τους κατάλαβαν οι άλλοι. Στενοχωρήθηκαν και λυπήθηκαν πολύ. Τότε αποφάσισαν να φύγουν. Ανοίξανε τα φτερά τους και πετάξανε και πήγανε σε άλλη ζούγκλα. Εκεί σε αυτή την άλλη ζούγκλα ζούσαν άλλοι πίθηκοι, σαν αυτούς με φτερά. Μόλις τους είδαν τους είπαν: -Καλώς τους! Είστε σαν κι εμάς. Έχουμε όλοι φτερά. Είμαστε όλοι ιπτάμενοι πίθηκοι. Εκεί περνούσαν καλά και ήταν όλοι φίλοι. Πέταγαν παρέα, πήγαιναν βόλτες παρέα, πήγαιναν όπου ήθελαν, εκτός από τη ζούγκλα που ζούσαν οι κανονικές μαϊμούδες. Στη μία ζούγκλα ζούσαν οι κανονικοί πίθηκοι και στην άλλη οι ιπτάμενοι.

Στη ζούγκλα που ζούσαν οι ιπτάμενοι πίθηκοι, ζούσε και ένα λιοντάρι που δεν μούγκριζε. Οι ιπτάμενοι πίθηκοι το αγαπούσαν το λιοντάρι αυτό. Για να νιώθει καλά του έδιναν φαΐ και νερό. Πετούσαν και του έφερναν φαγητό, έμπαιναν από τις καμινάδες τα σπίτια και έπαιρναν φαγητό από τα σπίτια και του το πήγαιναν. Το λιοντάρι ήταν λυπημένο, επειδή δεν είχε φωνή. Το είχαν βρει οι ιπτάμενοι πίθηκοι και το πήραν στην πλάτη τους και το πήραν μαζί τους, γιατί το λυπήθηκαν που ήταν μόνο του σε μια γωνιά και λυπημένο. Κάθε μέρα το έπαιρναν στην πλάτη τους και το πήγαινε να πετώντας βόλτα σε διάφορα χωριά, εκτός από την παλιά ζούγκλα, γιατί εκεί ζούσαν λιοντάρια που μούγκριζαν και μόλις το έβλεπαν έλεγαν: -Χα χα χα χα! Το κορόιδευαν και το έδιωχναν και δεν το είχαν φίλο, επειδή αυτό δεν μπορούσε να μουγκρίζει, γιατί είχε χάσει τη φωνή του”.

Η ιπτάμενη μαϊμού

ΕΛΕΝΗ: “Μια φορά ζούσε μια μαϊμού που είχε φτερά, γιατί ήταν ιπτάμενη. Είχε φτερά γιατί τα πόδια της ήταν πολύ βαριά και μικρά. Πήγαινε με τα γόνατα αλλά πονούσε στα γόνατα και τότε είδε ένα πουλάκι και του είπε: -Μου δίνεις τα φτερά σου για να μπορώ κι εγώ να πετάξω, γιατί δεν μπορώ να περπατήσω. Το πουλάκι της είπε: -Εντάξει, αν θέλεις να πάρεις τα δικά μου φτερά δεν με πειράζει. Μια εσύ και μια εγώ. Της τα έδινε τα φτερά του και η μαϊμού πετούσε και πήγαινε όπου ήθελε. Μια φίλη της που την είδε της είπε: Καλά, μα πώς πετάς; Τι έγινε; -Πήρα τα φτερά από το πουλί. -Θα ήθελα κι εγώ φτερά να πετάω σαν εσένα, γιατί μου αρέσει πολύ. Το ίδιο της είπαν και οι άλλες μαϊμούδες. Όλες ήθελαν να πετάξουν αλλά ή μαϊμού τους είπε: -Εσείς έχετε πόδια ενώ εγώ έχω πρόβλημα και δεν μπορώ να περπατήσω. Αυτές όμως ζηλέψανε και θέλανε τα φτερά και τότε όταν πήγε να γυρίσει το κεφάλι της της πήραν το ένα φτερό κρυφά. Πρόλαβαν και της πήραν το ένα φτερό. Τότε η μαϊμού τους είπε: -Δεν μπορώ να πετάξω με το ένα φτερό ούτε εγώ ούτε το πουλάκι. Δώστε μου το φτερό σας παρακαλώ! Αυτές όμως δεν της το έδιναν. Τότε καλή νεράιδα του δάσους το είδε αυτό και είπε στις μαϊμούδες: -Πώς το καταφέρατε αυτό; Δεν επιτρέπεται να παίρνετε τα φτερά των άλλων, όταν δεν μπορούν να περπατήσουν. Και τότε με το μαγικό ραβδί τα κανόνισε όλα. Πήρε το φτερό από τις μαϊμούδες και χάρισε φτερά καινούρια στη μαϊμού που δεν μπορούσε να περπατήσει. Και το πουλάκι είχε τώρα τα φτερά του και η μαϊμού τα δικά της”.


Οι ιπτάμενοι πίθηκοι και το σιωπηλό λιοντάρι

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ & ΚΙΡΚΗ: “Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τέσσερις πίθηκοι και ζούσαν στη ζούγκλα. Όμως είχαν φτερά, γιατί ήταν διαφορετικοί πίθηκοι. Είχαν γεννηθεί έτσι με φτερά, δεν είχαν χέρια και πόδια. Είχαν και λιγότερες τρίχες, διέφεραν και στο φαγητό. Τρώγανε σκουλήκια και λουλούδια και φύλλα δροσερά και μανιτάρια, όχι μπανάνες όπως οι άλλοι πίθηκοι. Τον ένα τον έλεγαν Σκούλη, αυτόν που έτρωγε σκουλήκια, τον άλλο Φίλη, αυτόν που έτρωγε φύλλα, τον άλλο Ρούλη από το μανιταρούλη, αυτόν που έτρωγε μανιτάρια, και τον άλλο Λούλη, αυτόν που έτρωγε λουλούδια.

Οι άλλοι πίθηκοι που είχαν χέρια και πόδια κορόιδευαν τον Σκούλη, τον Φίλη, τον Ρούλη και τον Λούλη, επειδή είχαν φτερά. Έλεγαν: -Χα χα χα χα, είστε διαφορετικοί από μας και είστε χάλια!. Δεν σας έχουμε φίλους. Τους έδιωχναν και αυτοί τους έλεγαν: -Όχι, δεν θα φύγουμε, γιατί αυτή είναι η ζούγκλα μας και είναι όμορφη. Σ’ αυτή τη ζούγκλα γεννηθήκαμε και βρίσκουμε τα φαγητά μας. Αλλά οι άλλοι τους ενοχλούσαν συνέχεια. -Σταματήστε πια! Έλεγαν ο Σκούλης, ο Λούλης, ο Φίλης και ο Ρούλης. Κάποτε μπορεί να φύγουμε… Επειδή τους ενοχλούσαν σκέφτηκαν και έφτιαξαν μια φωλιά, για να μην τους βλέπει κανείς. Έμεναν εκεί, αλλά δεν μπορούσαν συνέχεια. Έβγαιναν πότε πότε και μια φορά που τους είδαν οι άλλοι, άρχισαν πάλι τα ίδια: -Να φύγετε! Να φύγετε! Φώναζαν. Τότε οι τέσσερις πίθηκοι, που ήταν διαφορετικοί, αποφάσισαν και έφυγαν από εκείνη τη ζούγκλα. Άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν. -Ουφ, καλύτερα που έφυγαν! Είπαν οι άλλοι πίθηκοι. Μετά όμως είπαν: -Ωχ, τους διώξαμε… μήπως πρέπει να έρθουν πίσω; Τώρα τους επιθυμήσαμε. 

Οι τέσσερις πίθηκοι όμως είχαν φτάσει πολύ ψηλά και πήγαν σε ένα δάσος μακρινό πολύ. Τα άλλα ζώα που ήταν εκεί, τους έδιωχναν και τους έλεγαν: -Εδώ δεν είναι η δικιά σας ζούγκλα! Οι τέσσερις πίθηκοι στενοχωρήθηκαν πολύ αλλά είπαν: -Ας κάτσουμε σε μια άκρη, δεν θα σας ενοχλούμε. Τα άλλα ζώα δεν τους ήθελαν γιατί δεν είχαν ξαναδεί τέτοια ζώα και τους φοβήθηκαν και οι τίγρεις, και οι γαζέλες και τα λιοντάρια. Εκεί στο δάσος αυτό ζούσε και το λιοντάρι το σιωπηλό. Αυτό το λιοντάρι ήταν σιωπηλό, γιατί δεν μπορούσε να μουγκρίσει. Το λιοντάρι το σιωπηλό συμπάθησε τις μαϊμούδες τις ιπτάμενες, γιατί ήταν και αυτές διαφορετικές σαν το λιοντάρι. Με τα χέρια του τους έδειξε: -Θέλω να φύγω από δω. Γιατί κι αυτό δεν το αγαπούσαν επειδή ήταν διαφορετικό, επειδή δεν μπορούσε να μουγκρίσει. Οι ιπτάμενες μαϊμούδες το κατάλαβαν αυτό που ήθελε να τους πει και του είπαν: -Εντάξει, θα φύγουμε μαζί.

Τότε φύγανε, το λιοντάρι περπατώντας και οι μαϊμούδες πετώντας. Αλλά αυτό δεν γινόταν γιατί το λιοντάρι δεν τις προλάβαινε τις μαϊμούδες. Ήταν ένα μικρό λιοντάρι εξίμισι χρονών και είχε μείνει μείνει μόνο του, γιατί η μαμά του είχε πεθάνει και ο μπαμπάς του είχε χαθεί. Οι μαϊμούδες τότε κατέβηκαν και το πήραν στην πλάτη τους και γύρισαν πίσω στην ζούγκλα τους. Σκεφτήκανε πως οι άλλες μαϊμούδες δεν θα τους κορόιδευαν πια. Θα φοβόντουσαν το λιοντάρι και θα τους άφηναν ήσυχους. Οι άλλες μαϊμούδες τρόμαξαν όταν είδαν το λιοντάρι και φύγανε. Η ζούγκλα έμεινε τώρα δική τους και ζήσανε αγαπημένοι. Το λιοντάρι τις προστάτευε τις ιπτάμενες μαϊμούδες και κανείς δεν τους ενόχλησε ποτέ. Κανείς! Και το λιοντάρι το σώσανε οι μαϊμούδες και το μεγαλώσανε, ώσπου έγινε μεγάλο, σαν τα άλλα λιοντάρια. Του φέρανε ένα γιατρό ζώων, ένα κτηνίατρο, και το εξέτασε και το έκανε καλά. Του έδωσε ένα φάρμακο, ένα καλό φάρμακο που στην αφίσα έλεγε: "Όποιος το πιει μπορεί να μιλήσει". Και το λιοντάρι μίλησε και ζήσανε καλά οι μαϊμούδες με το λιοντάρι κι εμείς καλύτερα”.

Ιπτάμενοι πίθηκοι

ΔΕΣΠΟΙΝΑ: “Ήταν μια φορά κι έναν καιρό δύο πίθηκοι. Έμεναν σε κουφάλες των δέντρων σ’ ένα δάσος. Ήταν κακομαθημένοι πίθηκοι και ήθελαν να κάνουν ό, τι ήθελαν και ό, τι ζητούσανε. Ζήλευαν την πεταλούδα που είχε φτερά και πετούσε και ήθελαν να πετάξουν κι αυτοί. Παρακαλούσαν: -Μακάρι να είχαμε κι εμείς φτερά! Θέλουμε πολύ να πετάξουμε σαν την πεταλούδα!

Ένα πρωί κοίταξαν την πλάτη τους και είχαν φτερά, γιατί ο Θεός άκουσε που παρακαλούσαν, άκουσε την προσευχή τους, γιατί τον είχαν ζαλίσει. Οι πίθηκοι πήγαιναν βόλτες πετώντας. Αλλά επειδή δεν είχαν συνηθίσει τα φτερά, χτυπούσαν το κεφάλι τους ο ένας τον άλλο και έκαναν καρούμπαλα. Μια φορά έπεσαν πάνω σε μια σκηνή, που είχε κατασκηνώσει μια οικογένεια και καθώς πετούσαν την γκρέμισαν. Μετά έπεσαν πάνω στην προβοσκίδα του ελέφαντα και τον ενόχλησαν και ο ελέφαντας θύμωσε και τους έδωσε μια με την προβοσκίδα του και τους πέταξε κάτω.

Μετά πήγαν στη φωλιά τους και κοιμήθηκαν και όταν ξύπνησαν δεν είχαν φτερά. Τότε μαλώνανε και φωνάζανε: -Ποιος μας τα πήρε;

Τότε τους το είπε η σοφή κουκουβάγια, ότι τους τα πήρε ο Θεός γιατί δεν χρειάζονται φτερά και για να μην χτυπάνε τα κεφάλια τους και τους άλλους. Ήταν λάθος σας που θέλατε φτερά!

Τότε οι πίθηκοι ψιθύριζαν στη φωλιά τους: -Δεν χρειαζόμαστε τα φτερά, γιατί οι πίθηκοι δεν έχουν φτερά, έχουν πόδια. Και εμείς έχουμε δυνατά πόδια και μπορούμε να πηγαίνουμε όπου θέλουμε μέσα στο δάσος. Τότε οι πίθηκοι ζήτησαν συγνώμη από το Θεό.

Το σιωπηλό λιοντάρι

ΔΕΣΠΟΙΝΑ: “Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα λιοντάρι, που του είχε κοπεί η γλώσσα του. Το λιοντάρι έβαζε τη γλώσσα του σε θάμνους με αγκάθια και τα αγκάθια του είχαν κόψει τη γλώσσα του. Το λιοντάρι κατάλαβε πως δεν μπορούσε πια να μιλήσει και να μουγκρίσει. Ό,τι ήθελε να πει το έδειχνε στα άλλα λιοντάρια με τα πόδια του, μιλούσε με τα πόδια του, και γύριζε το κεφάλι του για να πει όχι ή ναι. Όταν ερχόταν κανένας εχθρός, το λιοντάρι επειδή δεν μπορούσε να τον φοβίσει με μούγκρισμα, έριχνε ένα σκοινί και τον έδενε. Προσπαθούσε, προσπαθούσε…

Τα άλλα λιοντάρια αποφάσισαν να γίνουν φρουροί για το σιωπηλό λιοντάρι. Ήταν γύρω του και όποιος προσπαθούσε να το πλησιάσει μούγκριζαν όλα μαζί και φοβόντουσαν οι άλλοι και φεύγανε. Ε, ναι κυρία, αυτό που έκαναν ήταν πολύ καλό, γιατί όταν ένας έχει πρόβλημα πρέπει να τον βοηθάμε. Λέγανε: -Κρίμα, να κάνουμε κάτι να βρει τη φωνή του.

Μια μέρα έμαθαν ότι πιο κάτω από το δάσος υπήρχε ένας καλός γιατρός και ξεκίνησαν να πάνε. Ήταν ένας γιατρός για ζώα, που τον έλεγαν Νίκο. Ναι, κυρία, ένας κτηνίατρος. Ήταν πολύ μακριά αυτός ο γιατρός, τελικά, και τα λιοντάρια πήγαν με το τρένο. Πήγαν πολλά λιοντάρια, έξι λιοντάρια. Όταν συνάντησαν το γιατρό του είπαν: -Ο φίλος μας το λιοντάρι, έχει κοπεί η γλώσσα του και δεν μπορεί να μουγκρίσει. Τότε ξεκίνησε ο γιατρός αυτά που χρειάζονταν, τα ετοίμασε όλα τα γιατρικά που υπήρχαν στο κτηνιατρείο και πήγε να το γιατρέψει. Του έβαλε το κομμάτι της γλώσσας που του έλειπε και του έδωσε και ένα φάρμακο. Του είπε: -Να βάζεις αυτό το φάρμακο στη γλώσσα σου και σε τέσσερις μέρες θα γίνεις καλά.

Όταν πέρασαν οι τέσσερις μέρες το λιοντάρι δοκίμασε να μουγκρίσει και τα κατάφερε. Όλα τα λιοντάρια χορέψανε από τη χαρά τους και το σιωπηλό λιοντάρι που είχε τη φωνή του, μούγκρισε: -Σας αγαπώ και σας ευχαριστώ για όλα!

Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”.

Ιπτάμενοι πίθηκοι

ΤΖΩΡΤΖΙΝΑ: “Μια φορά ήταν στη ζούγκλα δύο πίθηκοι που ήταν διαφορετικοί, γιατί δεν είχαν πόδια και χέρια, όπως οι άλλοι πίθηκοι. Αυτοί πετούσαν. Στην πλάτη τους είχαν ένα κουμπί που όταν το πάταγαν πετούσαν ψηλά, γιατί όταν πάταγες αυτό το κουμπί άνοιγαν φτερά στην πλάτη τους. Αυτό το κουμπί το είχαν κατασκευάσει μόνοι τους, επειδή δεν είχαν πόδια και χέρια και έπρεπε να να υπάρχει κάποιος να τους το πατήσει.

Μια μέρα ένα κοριτσάκι πήγε να πατήσει το κουμπί για να πετάξουν οι πίθηκοι, αλλά το κουμπί δεν δούλευε και κλαίγανε οι πίθηκοι, γιατί δεν μπορούσανε να κουνηθούν ούτε να πετάξουν. Τότε ήρθε ένας φίλος τους, κανονικός με χέρια και πόδια, και τους είπε: -Εγώ θα σας δώσω από την τσάντα μου μαγικές μπανάνες και θα γίνετε καλά. Αυτός ήταν πολύ καλός πίθηκος και ήταν γιατρός των άλλων πιθήκων. Οι πίθηκοι, οι ιπτάμενοι, την έφαγαν την μπανάνα και σιγά σιγά δυνάμωσαν τα πόδια τους και τα χέρια τους και δεν πετούσαν πια. Μπορούσαν και ανέβαιναν σε ένα μικρό δέντρο, στα χαμηλά δέντρα, και μετά μπορούσαν να πηδούν και στα μεγάλα, στα ψηλά. Έτσι οι ιπτάμενοι πίθηκοι έγιναν ίδιοι με τους άλλους και από τότε είχαν και φίλους. Πριν δεν είχαν φίλους γιατί ήταν διαφορετικοί. Όταν απέκτησαν χέρια και πόδια και δεν πετούσαν πια με το κουμπί, είχαν φίλους”.

Ιπτάμενοι πίθηκοι

ΜΑΡΙΟΣ, ΣΥΜΕΩΝ, ΖΩΗ, ΓΙΑΝΝΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: “Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σε μια παραλία πέντε πίθηκοι. Ζούσαν στην παραλία, γιατί τους άρεσε το νερό, να πλατσουρίζουν και να παίζουν στην άμμο. Αυτοί οι πίθηκοι δεν ήταν σαν τους άλλους πίθηκους. Ήταν διαφορετικοί, γιατί είχαν φτερά. Ήταν ιπτάμενοι πίθηκοι. Και μια μέρα αποφάσισαν να πάνε στην παραλία, στη θάλασσα για να κολυμπήσουνε. Έφυγαν από τη ζούγκλα πετώντας και έφτασαν στη θάλασσα. 

Τα φτερά τους τα είχε βάλει κάποιος μάγος. Του είπαν οι πίθηκοι: -Θέλουμε φτερά για να πετάμε. Μπορείς εσύ, που είσαι μάγος, να μας τα δώσεις; Ο μάγος είπε: -Γιατί θέλετε φτερά; Οι πίθηκοι δεν έχουν φτερά. Αυτοί του το λέγανε συνέχεια: -Δώσε μας φτερά, γιατί θέλουμε να πετάμε και θέλουμε να βλέπουμε τον κόσμο από ψηλά! Τότε ο μάγος με το ραβδί του έκανε ένα μαγικό κόλπο, το έκανε σαν ρόδα το ραβδί του, γύρω γύρω με κίνηση, και ωπ! βγήκαν τα φτερά στην πλάτη τους. 

Τότε όμως οι πίθηκοι αισθάνθηκαν άσχημα, γιατί οι άλλοι πίθηκοι όλου του κόσμου δεν είχαν φτερά. Σκέφτηκαν: Κανένας πίθηκος δεν έχει φτερά... Και τότε είπαν στο μάγο να τους τα βγάλει. Μετάνιωσαν που ζήτησαν να έχουν φτερά μόνο αυτοί. Και με τα φτερά κατάλαβαν ότι μπορούσαν να πετάξουν, αλλά δεν μπορούσαν πια να προχωρήσουν. Τότε ένιωσαν σίγουρα διαφορετικοί και δεν τους άρεσε αυτό. Μετά σκεφτήκανε πως και στη θάλασσα δεν ήταν πολύ καλά, γιατί ήταν κρύα και φοβήθηκαν κιόλας να μην τους φάνε οι καρχαρίες και οι φάλαινες. Μετά σκεφτήκανε πως στη θάλασσα δεν είχε μπανάνες, έψαχναν και δεν έβρισκαν μπανάνες ούτε σπόρους και φουντούκια, και έπρεπε να τρώνε όλο ψάρια. 

Είπανε πάλι στο μάγο: -Μετανιώσαμε και θέλουμε να μας τα βγάλεις τα φτερά, να είμαστε σαν τους άλλους πιθήκους και να φύγουμε να πάμε στη ζούγκλα. Ο μάγος το έκανε και τους έβγαλε τα φτερά και τότε έφυγαν και πήγαν στη ζούγκλα. Οι άλλοι πίθηκοι τους έλεγαν: -Ωραίοι είσαστε που πετούσατε, γιατί δεν είχαμε ξαναδεί ιπτάμενους πίθηκους, αλλά αναρωτιόμαστε, τι τα θέλετε τα φτερά; Πιο καλά είναι που γυρίσατε και είσαστε πάλι στη ζούγκλα σαν όλους τους πιθήκους. Και μείνανε εκεί για πάντα, χωρίς τα φτερά. 

(ΖΩΗ) Όμως μερικοί από αυτούς ξανασκέφτηκαν ότι ήθελαν τα φτερά, ήθελαν να μείνουνε για πάντα ιπτάμενοι. Αυτό έγινε επειδή το ήθελαν, το αποφάσισαν. Το έκανε πάλι ο μάγος με το ραβδί του και αυτοί οι πίθηκοι πέταξαν μακριά. Πετούσαν, πετούσαν και έφτασαν σε ένα άλλο μέρος που είχε μπανάνες και ό,τι άλλο ήθελαν να φάνε και δεν κινδύνευαν από τους καρχαρίες και τις φάλαινες. Πήγαν σε άλλο μέρος, μακριά από τη θάλασσα. Και έζησαν αυτοί καλά γιατί έβλεπαν τον κόσμο από ψηλά κι εμείς καλύτερα. Είπαν μέσα τους: Αισθανόμαστε καλά και γι’ αυτό το κάναμε αυτό. Γιατί να μην έχουμε φτερά, αφού το θέλαμε αυτό και αφού ο μάγος μας τα έδωσε;"