Τρίτη 19 Απριλίου 2022

Στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη

Συγγραφέας:  West Colin

Στιχάκια: Μαριανίνα Κριεζή

Εκδόσεις: Άμμος



Οι εποικοδομητικές συζητήσεις μας μετά την αφήγηση του παραμυθιού που συμβάλλουν στην καλλιέργεια της σκέψης, στην έκφραση συναισθημάτων, στην καλλιέργεια του λόγου και οδηγούν σε παιδαγωγικές παρεμβάσεις. 
Ήταν καλή η ιδέα που είχε το βατραχάκι, να χτίσει ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη;(ουτοπία, επικινδυνότητα, χρησιμότητα/η αξιολόγηση μιας ιδέας)
Και αν τελικά, το έχτιζε πώς θα αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη; (ενσυναίσθηση). Υπάρχει κάποιο πρόβλημα που χρειάζεται να λύσουμε; (δημιουργική σκέψη)


Συζήτηση με τη Βασιλική

-Πώς σου φάνηκε η ιδέα που είχε το βατραχάκι, να χτίσει ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη;

Βασιλική: Δεν ήτανε καλή ιδέα. Έπρεπε να το χτίσει το σπίτι του στο χώμα και κοντά στη θάλασσα.

-Γιατί το λες αυτό, αφού είπε ότι ήθελε να έχει θέα;

Βασιλική: Γιατί δεν του χρειαζόταν η θέα, γιατί θα είχε τη θέα από τη θάλασσα.

-Δηλαδή, θα μπορούσε να χτίσει το σπίτι του στο χώμα και κοντά στη θάλασσα;

Βασιλική: Ναι, αυτό να έκανε.

-Ωραία, αλλά εξήγησέ μου για να καταλάβω καλύτερα, γιατί δεν ήταν καλή η ιδέα του;

Βασιλική: Γιατί δεν σκέφτηκε ότι μπορεί να πέσει κάτω και το βατραχάκι και το σπίτι του.

-Και γιατί θα μπορούσε να είχε πέσει κάτω;

Βασιλική: Γιατί ήτανε πολύ ψηλά στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη.

-Ωραία, κατάλαβα πολύ καλά τώρα και συμφωνώ μαζί σου.

-Ας πούμε τώρα ότι τα πράγματα δεν έγιναν όπως τα λέει το παραμύθι, αλλά ότι το βατραχάκι το έχτισε το σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη. Πες μου, πώς νομίζεις ότι αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη;

Βασιλική: Αισθανόταν πολύ άσχημα.

-Δηλαδή;

Βασιλική: Ε, πονούσε, και δεν μπορούσε να πιει νερό και δεν μπορούσε να φάει.

-Και τι έκανε για να λύσει αυτά τα προβλήματα;

Βασιλική: Του είπε να κατέβει από τη μύτη της και να το χτίσει το σπίτι στην πλάτη της. Να είναι ευχαριστημένοι και οι δύο.

-Το έκανε αυτό το βατραχάκι;

Βασιλική: Όχι, δεν το έκανε.

-Και η καμηλοπάρδαλη, τι έκανε τότε;

Βασιλική: Έκανε ένα αψού και έριξε κάτω το βάτραχο.

-Και το σπίτι που ήταν ακόμη στη μύτη της;

Βασιλική: Έκανε δύο αψού και πάλι δεν έπεσε το σπίτι.

-Δύσκολο πρόβλημα ε;

Βασιλική: Ναι πολύ δύσκολο.

-Το έλυσε τελικά;

Βασιλική: Αμέ. Πήγε στο νερό και το έβρεξε το σπίτι και τσουβάλιασε.

-Τι εννοείς;

Βασιλική: Με το νερό βράχηκε το σπίτι, ήπιε πάλι, πάλι το έβρεξε πολύ και μαλάκωσε και έπεσε κάτω.

-Πάρα πολύ ωραία η ιδέα της!. Μια χαρά τα κατάφερε ε;

Βασιλική: Ε, ναι, αφού δεν καταλάβαινε ο βάτραχος, το έκανε η καμηλοπάρδαλη και τα κατάφερε.

-Και ο βάτραχος τι έκανε μετά;

-Πήγε και έχτισε το σπίτι του στο χώμα, στη θάλασσα.


Συζήτηση με την Κίρκη

-Πώς σου φάνηκε η ιδέα που είχε το βατραχάκι, να χτίσει ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη;

Κίρκη: Δεν ήταν καλή η ιδέα να θέλει να χτίσει ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη.

-Γιατί το λες αυτό;

Κίρκη: Γιατί δεν είχε σκεφτεί… έπρεπε να είχε σκεφτεί ότι θα έπεφτε.

-Γιατί λες ότι μπορεί να έπεφτε;

Κίρκη: Ήταν επικίνδυνο να πέσει, επειδή ήταν πολύ ψηλά. Και όταν περπατούσε η καμηλοπάρδαλη το σπίτι θα κουνιόταν και θα ένιωθε άσχημα το βατραχάκι και θα ένιωθε ότι θα πέσει κάτω.

-Καλά τα λες. Ας πούμε τώρα ότι τα πράγματα δεν έγιναν όπως τα λέει το παραμύθι, αλλά ότι το βατραχάκι το έχτισε το σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη. Πες μου, πώς νομίζεις ότι αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη;

Κίρκη: -Αισθανόταν χάλια, γιατί δεν το ήθελε να γίνει αυτό.

-Γιατί δεν ήθελε;

Κίρκη: -Γιατί ήξερε πως αυτό θα την ενοχλούσε. Και η καμηλοπάρδαλη ένιωθε πως σε λίγο θα φτερνιζόταν και θα έπεφτε κάτω το βατραχάκι.

-Νομίζεις ότι έκανε κάτι για να λύσει το πρόβλημά της;

Κίρκη: Ναι, βέβαια έκανε κάτι. Του είπε να πάει να χτίσει ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα. Του είπε: Φύγε, πήγαινε να χτίσεις ένα σπίτι στη θάλασσα, γιατί δεν σε αντέχω άλλο! Με ενοχλείς κι εσύ θα πέσεις κάτω.

-Το βατραχάκι το έκανε αυτό;

Κίρκη: Όχι και μετά η καμηλοπάρδαλη άρχισε να περπατάει και να τρέχει και έπεσε το σπίτι μαζί και ο βάτραχος και το σπίτι έσπασε και ησύχασε η καμηλοπάρδαλη.

-Και ο βάτραχος τι απέγινε;

Κίρκη:-Πήγε κάπου αλλού να ψάξει να χτίσει το σπίτι του και να μην ενοχλεί κανένα.

-Πού λες να πήγε;

Κίρκη: Πήγε σε μια λίμνη, Εκεί συνάντησε μια πασχαλίτσα και είχε παρέα. Μετά αποφάσισε και έχτισε ένα σπίτι δίπλα στη λίμνη.

-Ωραία. Αλλά δεν είχε θέα...

Κίρκη: Ναι, δεν είχε θέα και στενοχωριόταν. Μετά σκέφτηκε και το έχτισε πάνω σ' ένα δέντρο, για να είναι ψηλά,  κι όποτε ήθελε νερό κατέβαινε στη λίμνη.

-Όλα ήταν καλά λοιπόν;

Κίρκη: Ναι, αλλά μια μέρα που φύσαγε κουνήθηκε το δέντρο και έπεσε το σπίτι. Τότε συνάντησε την πασχαλίτσα και του είπε: Μη στενοχωριέσαι, εγώ θα σου βρω σπίτι. Πήγαν σε μια παραλία, έχτισαν ένα σπίτι με φύλλα και έμεναν μαζί. Ήταν ευτυχισμένοι και είχαν και θέα στη θάλασσα.



Συζήτηση με τον Χρήστο Β.

-Πώς σου φάνηκε η ιδέα που είχε το βατραχάκι, να χτίσει ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη;

Χρήστος Β.: -Δεν ήταν καλή ιδέα, επειδή θα έπεφτε κάτω.

-Το ήξερε πως μπορεί να έπεφτε;

Χρήστος Β.: -Έπρεπε να το είχε σκεφτεί.

-Σωστά. Σκέφτεσαι και κάποιον άλλο λόγο που η ιδέα του δεν ήταν καλή;

Χρήστος Β.: Ναι. Έπρεπε να τα είχε σκεφτεί όλα, το κρύο-ήταν χειμώνας τότε που ήθελε να χτίσει το σπίτι της και είχε κρύο και δεν είχε σημασία αν ήταν μια καλή μέρα, και να σκεφτεί ότι αν έπεφτε η καμηλοπάρδαλη θα έπεφτε κι αυτό και το σπίτι του από ψηλά.

-Ας πούμε τώρα ότι τα πράγματα δεν έγιναν όπως τα λέει το παραμύθι, αλλά ότι το βατραχάκι το έχτισε το σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη. Πες μου, πώς νομίζεις ότι αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη;

Χρήστος Β.: Αισθανόταν καλά, γιατί είχε ένα φίλο και περνούσαν καλά μαζί. Έπρεπε όμως να είχε σκεφτεί ο βάτραχος να βάλει κάτω από το σπίτι λίγο χόρτο για χαλί, για να είναι πιο απαλό και να μην την ενοχλεί το σπίτι.

-Νομίζεις ότι την ενοχλούσε το σπίτι πάνω στη μύτη της;

Χρήστος: Ναι, μερικές φορές την ενοχλούσε αλλά της πέρναγε.



Συζήτηση με τον Γιάννο

-Πώς σου φάνηκε η ιδέα που είχε το βατραχάκι, να χτίσει ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη;

Γιάννος: -Όχι, δεν ήταν καλή ιδέα.

-Γιατί το λες αυτό;

Γιάννος:-Επειδή ήταν πολύ ψηλή για το βάτραχο.

-Και τι πειράζει που ήταν ψηλή;

Γιάννος: -Πειράζει, γιατί μπορεί να έπεφτε κάτω ο βάτραχος από ψηλά και να χτυπήσει.

-Σκέφτεσαι και κανέναν άλλο λόγο που δεν ήταν καλή η ιδέα του;

Γιάννος: Ναι. Γιατί θα έκανε κρύο, επειδή είναι ψηλή, ήταν ψηλά εκεί πάνω και αυτό έπρεπε να το είχε σκεφτεί ο βάτραχος.

-Σωστά, έπρεπε να το είχε υπολογίσει κι αυτό. Ας πούμε τώρα ότι τα πράγματα δεν έγιναν όπως τα λέει το παραμύθι, αλλά ότι το βατραχάκι το έχτισε το σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη. Πες μου, πώς νομίζεις ότι αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη;

Γιάννος: -Δεν είχε συνηθίσει να έχει ένα σπίτι στη μύτη της και μπορεί να μην έβλεπε και καλά. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει, ούτε να μιλήσει, γιατί ήταν βαρύ το σπίτι και δεν μπορούσε να ανοίξει ο στόμα της.

-Έκανε κάτι για να λύσει αυτό το πρόβλημα;

Γιάννος: -Του είπε να κατέβει και να το φτιάξει αλλού, αλλά ο βάτραχος δεν ήθελε και μετά η καμηλοπάρδαλη έσκυψε το λαιμό της και το άφησε να συρθεί κάτω, λίγο απαλά και προσεκτικά, ώσπου έφυγε το σπίτι, ξεκόλλησε από τη μύτη της.

-Και ο βάτραχος τι απέγινε;

Γιάννος: -Ο βάτραχος έχτισε το σπίτι του σε μια λιμνούλα.

-Ωραία, αλλά θυμάμαι που ήθελε να έχει ωραία θέα. Είχε θέα από το σπίτι στη λίμνη;

Γιάννος: -Ε, όχι και πολύ, αλλά του άρεσε πιο πολύ απ’ όσο νόμιζε στην αρχή. Βρήκε και φίλους και περνούσε καλά.




Συζήτηση με την Τζωρτζίνα

-Πώς σου φάνηκε η ιδέα που είχε το βατραχάκι, να χτίσει ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη;

Τζωρτζίνα. -Ήταν μια κακή ιδέα, γιατί ο βάτραχος ήταν μικρός και η καμηλοπάρδαλη πολύ ψηλή.

-Δηλαδή;

Τζωρτζίνα: -Δηλαδή, μπορεί να έπεφτε από εκεί ψηλά που ήθελε να χτίσει το σπίτι του.

-Συμφωνώ. Μήπως σκέφτεσαι και κανένα άλλο λόγο, που η ιδέα να χτίσει σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη ήταν κακή;

Τζωρτζίνα: -Γιατί η καμηλοπάρδαλη και όλοι μας, ακόμα και οι άνθρωποι, έχουν γυρτή τη μύτη και θα γλιστρούσε το βατραχάκι.

-Συμφωνώ μαζί σου. Ας πούμε τώρα ότι τα πράγματα δεν έγιναν όπως τα λέει το παραμύθι, αλλά ότι το βατραχάκι το έχτισε το σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη. Πες μου, πώς νομίζεις ότι αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη;

Τζωρτζίνα: -Άσχημα, γιατί όπου πήγαινε γαργαλιότανε, επειδή περπάταγε πάνω της ο βάτραχος. Του είπε να κάτσει σε μια γωνιά, αλλά πάλι γαργαλιότανε.

-Τι λες να έγινε μετά;

Τζωρτζίνα: -Μια μέρα, από τόση γαργάλα, έπεσε ο βάτραχος εκεί που βγήκε από το σπίτι.

-Και το σπίτι που έμεινε, ενοχλούσε την καμηλοπάρδαλη;

Τζωρτζίνα: -Ναι, πολύ την ενοχλούσε και μια μέρα, εκεί που περπάταγε σκόνταψε και βρήκε κάτω ένα ψαλίδι και έκοψε τη μύτη της, γιατί δεν άντεχε άλλο. Δεν μπορούσε ούτε να μυρίσει ούτε να αναπνεύσει. Έπεσε κάτω με τεράστια ζαλάδα. Εκεί τη βρήκε ένας ελέφαντας και επειδή είχε νερό στη μύτη του της το πέταξε και δροσίστηκε και σώθηκε.

-Σώθηκε από τη ζαλάδα, αλλά με τι μύτη της τι έγινε;

Τζωρτζίνα: -Την πήγε ο ελέφαντας στη θάλασσα, την πλατσούρισε με το νερό με το αλάτι και η πληγή έκλεισε και φύτρωσε σε λίγες μέρες καινούρια μύτη.

-Και ο βάτραχος, τι απέγινε;

Τζωρτζίνα: Ο βάτραχος θυμήθηκε που είχε ακούσει από τα άλλα ζώα που του λέγανε να χτίσει πάνω τους το σπίτι τους και το έχτισε στο κεφάλι του λιονταριού. Δεν το ενοχλούσε το λιοντάρι. Ήταν βασιλιάς των ζώων και δεν έπρεπε να διώχνει τα άλλα ζώα. Είχε κορώνα επειδή ήταν βασιλιάς και το σπίτι χτίστηκε μέσα στην κορώνα.

-Όλα καλά λοιπόν;

Τζωρτζίνα: όλα καλά, κυρία μου.


Συζήτηση με τον Συμεών

-Πώς σου φάνηκε η ιδέα που είχε το βατραχάκι, να χτίσει ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη;

Συμεών:- Όχι, δεν ήταν καλή ιδέα.

-Γιατί;

-Συμεών: Γιατί δεν έπρεπε να το κάνει το σπίτι πάνω στη μύτη της καμηλοπάρδαλης, γιατί η καμηλοπάρδαλη θα φτερνιζόταν.

-Το ήξερε όμως αυτό το βατραχάκι;

Συμεών: -Να το ήξερε.

-Εννοείς, ότι έπρεπε να το είχε σκεφτεί;

Συμεών: -Ναι, να το είχε σκεφτεί. Νόμιζε ότι τα ήξερε όλα.

Ας πούμε τώρα ότι τα πράγματα δεν έγιναν όπως τα λέει το παραμύθι, αλλά ότι το βατραχάκι το έχτισε το σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη. Πες μου, πώς νομίζεις ότι αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη;

Συμεών: -Η καμηλοπάρδαλη φτερνιζόταν συνέχεια.

-Γιατί;

Συμεών: -Επειδή είχε το σπίτι στη μύτη της.

-Έκανε κάτι για να λύσει αυτό το πρόβλημα;

Συμεών: -Πέταξε κάτω και το βάτραχο και το σπίτι και ησύχασε.

-Και ο βάτραχος τι απέγινε;

Συμεών: -Πήγε κάπου αλλού και έχτισε το σπίτι, σε μια λίμνη.

-Καλά έκανε, αλλά είχε θέα από αυτό το σπίτι;

Συμεών: -Δεν είχε αλλά έκατσε εκεί, γιατί είχε νερό που του άρεσε.



Συζήτηση με τον Κωνσταντίνο

-Πώς σου φάνηκε η ιδέα που είχε το βατραχάκι, να χτίσει ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη;

Κωνσταντίνος: -Δεν ήταν καλή ιδέα, επειδή ήταν ψηλά και επειδή έκανε κρύο. Έπρεπε να ακούσει τα ζώα που της έλεγαν να το χτίσει αλλού. Έπρεπε να διαλέξει την πλάτη του λιονταριού, που θα ήταν πιο ζεστά και πιο χαμηλά.

-Ναι, αλλά το βατραχάκι ήθελε να έχει θέα.

Κωνσταντίνος: -Ε, τότε να το έχτιζε στη στέγη ενός σπιτιού και να έχει μια σκάλα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει και αυτό το σπίτι να ήταν καλύτερα στην παραλία και να ήταν ψηλό.

-Γιατί θα ήταν καλύτερα στην παραλία;

Κωνσταντίνος: -Για να έχει νερό.

-Ας πούμε τώρα ότι τα πράγματα δεν έγιναν όπως τα λέει το παραμύθι, αλλά ότι το βατραχάκι το έχτισε το σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη. Πες μου, πώς νομίζεις ότι αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη;

Κωνσταντίνος: -Χάλια, γιατί γαργαλιότανε πολύ και πονούσε πότε πότε. Από το γαργάλημα φτερνιζότανε και δεν της άρεσε.

-Έκανε κάτι για να λύσει το πρόβλημα;

Κωνσταντίνος: Έλεγε να φτερνιστώ πάλι μπας και πέσει και το σπίτι, όπως είχε πέσει κι ο βάτραχος. Φτερνίστηκε, αλλά δεν έπεσε το σπίτι. Τότε του είπε: Πάμε μια βόλτα να σου δείξω ένα μεγάλο σπίτι που σίγουρα θα θέλεις να ζήσεις. Πήγανε και όταν είδε το σπίτι είπε: Τέλεια! Θα ζήσω σ’ αυτό το σπίτι και έζησε. Τότε η καμηλοπάρδαλη του είπε: Εγώ σε βοήθησα να βρεις ένα πιο ωραίο σπίτι, τώρα πρέπει να με βοηθήσεις κι εσύ να βγάλουμε το σπίτι από τη μύτη μου, γιατί δεν μπορώ, με γαργαλάει και με πονάει. Ανέβηκε ο βάτραχος και το έβγαλε. Κατάλαβε ο βάτραχος ότι η καμηλοπάρδαλη δεν μπορούσε με το σπίτι του πάνω στη μύτη της και τη βοήθησε.

-Ωραία λοιπόν. Το έλυσαν το πρόβλημα. Πες μου τώρα, τι νομίζεις ότι έγινε μετά;

Κωνσταντίνος: -Μετά γίνανε φίλοι. Η καμηλοπάρδαλη πήγαινε στο βάτραχο και ο βάτραχος πήγαινε στην καμηλοπάρδαλη. Η καμηλοπάρδαλη, τον άφηνε ν’ ανέβει λίγο στη μύτη της για να δει τη θέα για λίγο και μετά κατέβαινε.



Συζήτηση με τη Μάνια

-Πώς σου φάνηκε η ιδέα που είχε το βατραχάκι, να χτίσει ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη;

Μάνια: -Χάλια ιδέα, επειδή όταν περπάταγε η καμηλοπάρδαλη μπορεί να μην έβλεπε με το σπίτι πάνω στη μύτη της.

-Αυτό είναι πρόβλημα, πραγματικά. Νομίζεις ότι έπρεπε να το είχε σκεφτεί ο βάτραχος;

Μάνια: -Ναι, αλλά δεν το σκέφτηκε.

-Ας πούμε τώρα ότι το βατραχάκι το έχτισε στ’ αλήθεια το σπίτι πάνω στη μύτη της. Πώς νομίζεις ότι αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη;

Μάνια: Μετά αισθανόταν πιο ωραία, γιατί είχε ένα φίλο.

-Δεν την ενοχλούσε πια το σπίτι πάνω στη μύτη της; Έβλεπε;

Μάνια:- Όχι και πολύ... πολλές φορές δεν έβλεπε. Το σπίτι δεν ήταν πολύ βαρύ. Ήταν από ξύλα. Περνούσανε καλά, μιλάγανε, παίζανε, πηγαίνανε στη λίμνη και πίνανε νερό μαζί. Όλη τους τη ζωή έτσι την περάσανε.

-Γιατί δεν είπε στο βάτραχο ότι δεν έβλεπε με το σπίτι πάνω στη μύτη της, να προσπαθήσουν να βρουν μια λύση σ' αυτό το πρόβλημα;

-Δεν ήθελε να του το πει.

-Γιατί;

Μάνια:-Γιατί δεν ήθελε να φύγει ο βάτραχος.

-Γιατί δεν ήθελε να φύγει; Θα μπορούσαν να συναντιούνται και να κάνουν παρέα...

Μάνια: -Τον ήθελε να είναι εκεί πάνω στη μύτη της.



Συζήτηση με τον Μάριο

-Πώς σου φάνηκε η ιδέα που είχε το βατραχάκι, να χτίσει ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη;

Μάριος: -Νόμιζε ο βάτραχος πως ήτανε καλή ιδέα, αλλά δεν ήτανε, γιατί ήτανε χειμώνας, χιόνιζε, και είχε παγώσει η μύτη της.

-Ας πούμε τώρα ότι το βατραχάκι το έχτισε στ’ αλήθεια το σπίτι πάνω στη μύτη της. Πώς νομίζεις ότι αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη;

Μάριος: -Της άρεσε, γιατί ο βάτραχος ήτανε καλός και παίζανε μαζί. Μετά από μερικές μέρες όμως κουράστηκε και την πονούσε λίγο το σπίτι πάνω στη μύτη της. Μετά έπαιξε λίγο με το βάτραχο και της πέρασε ο πόνος. Την άλλη μέρα ξαναπονούσε. Στην αρχή της φάνηκε πως το σπίτι δεν ήτανε βαρύ, αλλά ήτανε και κάποιες φορές της φαινότανε πιο βαρύ και κάποιες πιο λίγο βαρύ. Έπινε καφέ μπας και της περάσει ο πόνος, τίποτα. ήπιε δύο καφέδες και της πέρασε. Την άλλη μέρα πάλι πονούσε και έκανε και εμετό και διάρροια.

-Τι έκανε για να λύσει αυτό το πρόβλημα;

Μάριος:-Πήγε σ' ένα γέρο που ήξερε γιατρικά και της έδωσε μια κρέμα και της είπε να πίνει τσαγάκι. Έγινε καλά και είπε στο βάτραχο να φύγει μαζί με το σπίτι.

-Έφυγε ο βάτραχος;

Μάριος: Μπα, αλλά η καμηλοπάρδαλη έκανε ένα φτέρνισμα και τον έριξε κάτω μαζί με το σπίτι. 

-Πώς ήταν η ζωή της από κει και πέρα;

Μάριος: Δεν ήτανε καλή γιατί τη βρήκανε κάτι κλέφτες και την πήρανε για να την καβαλάνε, σαν γαϊδούρι.

-Ο βάτραχος τι απέγινε;

Μάριος:- Αφού χάλασε το σπίτι του ήτανε στο δρόμο κι έψαχνε να φάει και δεν έβρισκε και έτρωγε σκουπίδια. Μετά πήγε στην Πάρο, αλλά τον είδε ο αστυνόμος και τον έδιωξε και πήγε στην Αθήνα. έμενε στο δρόμο στην Αθήνα κοντά σε ένα σκουπιδοντενεκέ, γιατί όλοι τον διώχνανε. Μια μέρα βρήκε στα σκουπίδια ένα μαξιλαράκι και το είχε και κοιμότανε. Αυτά γίνανε κυρία με το βάτραχο και την καμηλοπάρδαλη, χάλια. 


Συζήτηση με τον Μαρσέλο

-Πώς σου φάνηκε η ιδέα που είχε το βατραχάκι, να χτίσει ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη;

Μαρσέλο:- Όχι καλή ιδέα.

-Γιατί;

Μαρσέλο: -Γιατί ήτανε ψηλά.

-Ας πούμε τώρα ότι το βατραχάκι το έχτισε στ’ αλήθεια το σπίτι πάνω στη μύτη της. Πώς νομίζεις ότι αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη;

Μαρσέλο: -Πονούσε.

-Και τι έκανε γι' αυτό;

Μαρεσέλο: -Πέρασα εγώ και η καμηλοπάρδαλη μου είπε: Μαρσέλο, έλα να με βοηθήσεις. Εγώ φώναξα τη μαμά μου με το κινητό και ήρθε η μαμά μου και βγάλαμε το σπίτι. Το πετάξαμε. Η καμηλοπάρδαλη με αγαπούσε και είπε: -Να έρθω σπίτι σου να παίξουμε; ήρθε η καμηλοπάρδαλη και φάγαμε φαγητό, μακαρόνια. Της αρέσουνε τα μακαρόνια και παίξαμε.

-Ωραία. Ο βάτραχος, τι λες να έκανε;

Μαρσέλο: -Ο βάτραχος πήγε σε άλλο σπίτι. Εγώ με τη μαμά μου τον πήγαμε σε άλλο σπίτι.

Συζήτηση με την Κωνσταντίνα

-Πώς σου φάνηκε η ιδέα που είχε το βατραχάκι, να χτίσει ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη;

Κωνσταντίνα: -Δεν ήταν καλή ιδέα, γιατί αν το έχτιζε το σπίτι θα πονούσε η μύτη της καμηλοπάρδαλης και δεν θα έβλεπε και πολύ καλά.

-Έπρεπε να είχε σκεφτεί δηλαδή και την καμηλοπάρδαλη ο βάτραχος και όχι μόνο τον εαυτό του ε;

Κωνσταντίνα: Έπρεπε να την είχε σκεφτεί αλλά δεν τη σκέφτηκε.

-Ας πούμε τώρα ότι το βατραχάκι το έχτισε στ’ αλήθεια το σπίτι πάνω στη μύτη της. Πώς νομίζεις ότι αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη;

Κωνσταντίνα: Δεν της άρεσε, γιατί πονούσε.

-Έκανε κάτι για να λύσει το πρόβλημα και τι νομίζεις ότι ήταν αυτό;

Κωνσταντίνα: Όχι, δεν έκανε τίποτα.

-Γιατί;

-Κωνσταντίνα: -Γιατί τον συνήθισε τον πόνο.

-Μα δεν ήταν ωραίο που πονούσε… ίσως να έπρεπε να κάνει κάτι για να μην πονάει.

Κωνσταντίνα: -Δεν ήταν ωραίο, αλλά είχε γίνει και όταν πονούσε δεν μιλούσε. Μετά σκέφτηκε και όταν πονούσε πήγαινε και έβαζε νερό στο κεφάλι της και ήτανε λίγο καλύτερα.

-Πώς περνούσαν τις μέρες τους το βατραχάκι και η καμηλοπάρδαλη;

Κωνσταντίνα: -Όταν δεν πονούσε περνούσαν καλά, όταν πονούσε δεν μιλούσε. Έτσι ήταν για πάντα.


Συζήτηση με την Αλίκη

-Πώς σου φάνηκε η ιδέα που είχε το βατραχάκι, να χτίσει ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη;

Αλίκη: -Χάλια, γιατί αν έπεφτε η καμηλοπάρδαλη θα έπεφτε και το βατραχάκι και όταν φτερνιζόταν η καμηλοπάρδαλη θα έπεφτε πάλι. Είχε και κρύο, επειδή ήταν Μάρτης και είχε κακοκαιρία και θα φτερνιζόταν συνέχεια με το κρύο.

-Ας πούμε τώρα ότι το βατραχάκι το έχτισε στ’ αλήθεια το σπίτι πάνω στη μύτη της. Πώς νομίζεις ότι αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη;

Αλίκη: -Χάλια, επειδή δεν της άρεσε. Γαργαλιόταν. Του έλεγε:-Σταμάτα! Δεν θέλω να χτίσεις ένα σπίτι στη μύτη μου! Το βατραχάκι δεν άκουγε, γιατί ήθελε να χτίσει ένα σπίτι με θέα και το έχτισε. 

-Τι έκανε μετά η καμηλοπάρδαλη;

Αλίκη: Μετά του είπε να κατέβει και κατέβηκε. Τότε η καμηλοπάρδαλη του είπε: Χτίσε το σπίτι σου στην πλάτη μου, που δεν γαργαλιέμαι. Έτσι, το έχτισε εκεί και ήτανε καλά και πηγαίνανε βόλτες, πολλές βόλτες και γίνανε φίλοι. Πηγαίνανε και για νερό στη λίμνη. Ζούσανε διάφορες περιπέτειες, κόβανε λουλούδια...τα πάντα έκαναν. Ο βάτραχος έκοβε λουλούδια και η καμηλοπάρδαλη τα έβαζε στο βάζο.



Συζήτηση με τη Δέσποινα

-Πώς σου φάνηκε η ιδέα που είχε το βατραχάκι, να χτίσει ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη;

Δέσποινα: -Μάλλον όχι καλή, γιατί όταν νύχτωνε η καμηλοπάρδαλη κοιμόταν κάτω και το σπίτι θα ήταν χαμηλά. Τη μέρα θα είχε θέα, το βράδυ δεν θα είχε.

-Έχεις κάποια άλλη ιδέα να προτείνεις στο βατραχάκι;

Δέσποινα: -Ναι, να πάει να χτίσει το σπίτι του σε ένα βουνό και να κάνει μια ομπρέλα για τη βροχή και το χιόνι και το καλοκαίρι να πηγαίνει στη λίμνη. Μπορεί να κάνει το σπίτι του στο βουνό, στο βουναλάκι που λέει το τραγούδι και είναι το καλοκαίρι κοντά στο νερό που του αρέσει.

-Ας πούμε τώρα ότι το βατραχάκι το έχτισε στ’ αλήθεια το σπίτι πάνω στη μύτη της. Πώς νομίζεις ότι αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη;

Δέσποινα: -Καλά αισθανόταν, γιατί της άρεσε να έχει ένα σπίτι πάνω στη μύτη της και γιατί είχε ένα φίλο. Ήταν μόνη η καμηλοπάρδαλη.

-Περνούσαν καλά οι δυο τους;

Δέσποινα: -Ναι, πήγαιναν βόλτες στα βουνά, παίζανε μαζί κρυφτό και κυνηγητό. Και όταν κοιμόταν κάτω η καμηλοπάρδαλη δεν το ένοιαζε το βατραχάκι, γιατί κοιμότανε κι αυτό και δεν καταλάβαινε. Δεν το ένοιαζε που δεν έβλεπε τη θέα τη νύχτα, αφού κοιμότανε. 







Μπορείτε να ακούσετε το παραμύθι πατώντας στον παρακάτω σύνδεσμο:

https://video.link/w/sD3Gb 



Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

2 Απριλίου Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου

Ημέρα γενεθλίων του αγαπημένου παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (2 Απριλίου 1805). 

Η 2 Απριλίου καθιερώθηκε ως Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου από τη Διεθνή Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα (International Board on Books for Young People-IBBY) προς τιμή του μεγάλου Δανού παραμυθά. Ο σκοπός είναι να εμπνεύσει στα παιδιά την αγάπη για το διάβασμα και να στρέψει την προσοχή των μεγάλων στο Παιδικό Βιβλίο. Κάθε χρόνο, ένα διαφορετικό εθνικό τμήμα της IBBY ετοιμάζει ένα μήνυμα και μία αφίσα, που διανέμονται σε όλο τον κόσμο.

Για το 2022, υπεύθυνο για τη δημιουργία του μηνύματος και της αφίσας είναι το Εθνικό Τμήμα του Καναδά. Συγγραφέας του μηνύματος ο Richard Van Camp και εικονογράφος της αφίσας ο  Julie Flett. Η μετάφραση του μηνύματος έγινε από τη Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου.

Το μήνυμα: 

«Οι ιστορίες είναι φτερά που σε βοηθούν να πετάς ψηλά κάθε μέρα. Το διάβασμα είναι ελευθερία. Το διάβασμα είναι ανάσα. Το διάβασμα σ’ αφήνει να βλέπεις τον κόσμο με τρόπο διαφορετικό και σε καλεί σε κόσμους που δε θα θέλεις ποτέ να τους αποχωριστείς. Το διάβασμα επιτρέπει στο πνεύμα σου να ονειρεύεται. Λένε ότι τα βιβλία είναι φίλοι για όλη μας τη ζωή και συμφωνώ. Το ιδανικό δικό σου σύμπαν πλαταίνει όταν διαβάζεις. Οι ιστορίες είναι φτερά που σε βοηθούν να πετάς ψηλά κάθε μέρα, βρες, λοιπόν, τα βιβλία που μιλούν στο πνεύμα σου, στην καρδιά σου, στο μυαλό σου. Τα βιβλία είναι γιατρικά. Θεραπεύουν. Καθησυχάζουν. Εμπνέουν. Διδάσκουν. Ας ευγνωμονούμε τους παραμυθάδες, τους αναγνώστες και τους ακροατές. Ας ευγνωμονούμε τα βιβλία. Είναι φάρμακα για έναν καλύτερο, φωτεινότερο κόσμο. Ευχαριστώ πολύ.»

Η αφίσα:


«Τα παραμύθια γράφονται για να κοιμούνται τα παιδιά αλλά και για να ξυπνούν οι ενήλικες» Άντερσεν.

"Οτιδήποτε βλέπεις μπορεί να γίνει ένα παραμύθι και μπορείς να βγάλεις μια ιστορία από οτιδήποτε αγγίξεις" Άντερσεν
"


Γύριζε, γύριζε, τρελή μου ανέμη!
Ένα χαμόγελο στα χείλη τρέμει.
Τον βλέπω να ’ρχεται από ’να αστέρι.
βιβλίο ολάνοιχτο κρατάει στο χέρι.
Να τ’ ασχημόπαπο! Μάγοι, νεράιδες,
οι μπαλωματήδες του, οι πραματευτάδες…
Σειρήνες, μάγισσες, κύκνοι κι αηδόνια.
Αχ, παραμύθια μου, λιώστε τα χιόνια!
Και να την η άνοιξη! Γελούν τα χείλη.
Χαρές παιδιάστικες, δύο τ’ Απρίλη. 
Δική σου η άνοιξη. Φως πέρα ως πέρα…
Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, καλή σου μέρα! 
Ντίνα Χατζηνικολάου

Παιδιά, μπορείτε να δείτε δυο αγαπημένα παραμύθια του Άντερσεν στον υπολογιστή

το ΑΣΧΗΜΟΠΑΠΟ, εδώ:

και τα ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ εδώ:

Ο δικός μας Άντερσεν:



Κωνσταντίνος 04/04/2022

Τι έλεγες στον Άντερσεν αν ήταν δυνατόν να τον συναντήσεις;

Κωνσταντίνος: "Θα του έλεγα: Ωραίες είναι οι ιστορίες σου! Η κυρία μου είπε ότι γεννήθηκες σε μια άλλη χώρα, στη Δανία, και ότι από μικρός έγραφες ιστορίες και παραμύθια. Μπράβο σου! Μου είπε ότι οι συμμαθητές σου σε κορόιδευαν και σου έλεγαν ότι είσαι ψηλός και άσκημος. Στενοχωριόσουνα αλλά δε σταμάτησες να γράφεις παραμύθια και μετά τα διαβάζουν όλα τα παιδιά του κόσμου. Ξέρω ότι έφτιαξαν ένα Μουσείο για σένα στη Δανία και είναι πολύ ωραίο, γιατί το είδαμε στον υπολογιστή".

Δέσποινα: "Εγώ θα του έλεγα: Είσαι πολύ καλός να γράφεις βιβλία για παιδιά. Έχω ακούσει πολλά παραμύθια και η κυρία είπε ότι θα μας διαβάσει το Ασχημόπαπο. Μπράβο που είσαι πολύ καλός στο γράψιμο! Έμαθα ότι γεννήθηκες στη Δανία και ότι ο μπαμπάς σου και η μαμά σου ήτανε φτωχοί. Έμαθα ότι όταν ήσουνα μικρός το αγαπημένο σου παιχνίδι ήταν το κουκλοθέατρο και ότι έπαιζες με κούκλες τα παραμύθια που έγραφες. Είδα και το Μουσείο σου στον υπολογιστή και μου άρεσαν κάτι μαξιλάρια που ήτανε σαν βότσαλα και όταν ξάπλωνες έβλεπες τον ουρανό από μια τρύπα που είχε το ταβάνι. Μου άρεσε που είχε και πολλά δέντρα στο Μουσείο και λίμνες".

Μαρσέλο: "Θα του πω ότι η κυρία Γιάννα μου είπε ότι έγραψες πολλά παραμύθια". 

Αλίκη: "Θα του έλεγα: Είναι ωραία τα παραμύθια σου. Μου αρέσει το Ασχημόπαπο. Μου άρεσες στις εικόνες που μας έδειξε η κυρία Γιάννα. Είναι ωραίο που έγραφες βιβλία για να τα διαβάζουν τα παιδιά. Είδαμε το Μουσείο σου και μου άρεσαν κι εμένα τα μαξιλάρια που ήτανε σαν βότσαλα και ξαπλώνανε οι άνθρωποι και βλέπανε τον ουρανό από το ταβάνι".

Δύο φανταστικά εξώφυλλα βιβλίων με παραμύθια 
και ευχές για το Βιβλίο