Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ 2019-20: Το βασιλικάκι μας


Το βασιλικάκι μας


Μάνα σγουρός βασιλικός, πλατύφυλλος και δροσερός.
Μάνα, ποιος τονε πότιζε και τονε δροσολόγιζε
κι έβγαλε φύλλα και κλαδιά 
και σκέπασε τη γειτονιά 
και σκέπασε και μένα που μ' έχει η μάνα μου ένα;







Τρίτη, 29/10/2019, ώρα 15:30, στην αυλή μας







Τετάρτη, 30/10/2019,  ώρα 15:45, στην τάξη

Πέρυσι είχαμε φυτέψει ένα βασιλικό, "το βασιλικάκι μας", όπως το έλεγαν τα παιδιά. Τον αγαπήσαμε πολύ και γι' αυτό στολίσαμε και τη γλάστρα του, για να "αισθάνεται ωραία".  Τον είχαμε στο παράθυρό μας και του μιλούσαμε, τον χαϊδεύαμε και τον ποτίζαμε όποτε βλέπαμε ότι είχε στεγνώσει το χωματάκι του. Κι ο βασιλικός μας φούντωνε και ψήλωνε και μοσχοβολούσε. 
Όμως, όσοι επιστρέψαμε το Σεπτέμβριο, είδαμε πως ο βασιλικός μας είχε ξεραθεί έτσι μόνος κι αφρόντιστος που πέρασε το καλοκαίρι. 


Ένα μάθημα ζωής κι αυτό!!!

Όλα όμως μπορούν να ξαναρχίσουν και να ξαναγεννηθεί η ελπίδα. Γι' αυτό ένα καινούριο κλαδάκι βασιλικού ήρθε στην τάξη. Το βάλαμε στο νερό και σε λίγες μέρες παρατηρήσαμε ότι είχε βγάλει ρίζες! Ένα θαύμα στα μάτια των παιδιών! Μια σπουδαία λειτουργία της φύσης ξεδιπλώθηκε μπροστά τους με τον πιο απλό και κατανοητό τρόπο.  Τώρα το καινούριο μας βασιλικάκι είχε κι άλλες ανάγκες εκτός από το νερό. Έτσι, στη γλάστρα που με τόση φροντίδα είχαμε στολίσει, φυτέψαμε το φυντανάκι μας, το καινούριο μας βασιλικάκι, και του ευχηθήκαμε να μεγαλώσει! 


Δείτε με πόση στοργή το χαϊδεύουν και με πόση αφοσίωση το κοιτούν και το ποτίζουν τα παιδιά! 


Και το ξερό φυτό που κάποτε φροντίσαμε και αγαπήσαμε; Αυτό, που με μεγάλη μας έκπληξη, παρατηρήσαμε ότι μύριζε ακόμα... σαν μια ανάμνηση που δε σβήνει ποτέ...αυτό τι θ' απογίνει;
Συζητήσαμε και αποφασίσαμε να το ξαπλώσουμε στο παρτέρι μας. Του ευχηθήκαμε να ξεκουραστεί, εκεί στο δικό του περιβάλλον. Κι όταν ξεκουραστεί, ίσως να βρει τη δύναμη να βοηθήσει το γεράνι δίπλα του να μεγαλώσει...

Έτσι, σιγά και τρυφερά ανακαλύπτουμε τα μυστικά της φύσης και της ζωής... Στις εμπειρίες αυτές θα προστεθούν σταδιακά, καθώς μεγαλώνουμε, οι παραπάνω γνώσεις, και τότε, επειδή θα έχουν βρει γόνιμο έδαφος, θα εδραιωθούν και θα μείνουν για πάντα. 


ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΠΕΤΕΙΟΙ

28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018






25 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019




28 Οκτωβρίου 2019






Πρωί 25 Οκτωβρίου 2019

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

ΧΑΡΟΥΜΕΝΕΣ (πολύ χαρούμενες) ΣΤΙΓΜΕΣ-2019-20- ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ ΚΑΙ ΚΑΡΟΤΣΙΑ

ΧΑΡΟΥΜΕΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ - 2019-20 - ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ ΚΑΙ ΚΑΡΟΤΣΙΑ!

Ευχαριστούμε την κ. Φλώρα Κρητικού, τη γιαγιά της Αριάδνης μας, για την προσφορά της και τη χαρά που μας έδωσε!

Πώς να μη ξεφωνίσεις από χαρά όταν φτάνει η ώρα ν' ανοιχτούν δυο τεράστια κουτιά κι από μέσα να ξεπηδήσουν κούκλες και καροτσάκια!!!
















Σε λίγες μέρες θα πάμε βόλτα τις κούκλες μας στην αυλή και η χαρά μας θα είναι ακόμα μεγαλύτερη... Περιμένετε και θα δείτε τι έχει να γίνει...

1/11/2019, ένα δροσερό απόγευμα, 
παίζοντας μαμάδες, μπαμπάδες και μωρά! ("Μαμά" μία, αλλά προσαρμόστηκε τέλεια στο ρόλο! Και οι "μπαμπάδες" υπέροχοι και στοργικοί!)
Πήραμε τις πόζες μας, γελάσαμε και το απολαύσαμε!









Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ 2019-20: Οι ωραίες μας συζητήσεις: Στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη



Συζήτηση με τα παιδιά, ατομικά (χωρίς να επηρεάζεται το ένα παιδί από τα λεγόμενα του άλλου) μετά την αφήγηση του παραμυθιού


«Στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη»


Κείμενο-εικονογράφηση: Colin West
Εκδόσεις: Αιώρα

Ουτοπία! 


Μπορούμε, άραγε, να κατανοήσουμε την έννοια όταν βαδίζουμε πάνω στην οριακή γραμμή μεταξύ Φαντασίας και Πραγματικότητας (4 ή 5 ετών περίπου);
Εξαρτάται... Αυτό όμως δε μας εμποδίζει καθόλου να "παίξουμε"  και με την έννοια αυτή, όταν βρισκόμαστε μπροστά της, στην πραγματικότητα ή στα παραμύθια. Αντίθετα, ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ παιδαγωγικά.
Τολμάμε λοιπόν, απολαμβάνουμε τα αποτελέσματα  αλλά και εμβαθύνουμε σ' αυτά, προκειμένου να χαράξουμε στη συνέχεια τις παιδαγωγικές και διδακτικές παρεμβάσεις μας.



Συζήτηση με τον Κ. Μ.


-Πώς νομίζεις ότι αισθάνθηκε το βατραχάκι όταν έπεσε από τη μύτη της καμηλοπάρδαλης κάτω στο χώμα;

Κ.Μ.: «Ήταν λυπημένο, γιατί δεν μπορούσε να χτίσει το σπίτι που ήθελε στο αγαπημένο του μέρος».

-Και τι φαντάζεσαι πως έκανε την επόμενη μέρα το βατραχάκι;

Κ. Μ.: «Έφυγε, για να βρει κανένα μέρος που να του αρέσει. Αυτή θα είναι η επόμενη ιστορία».

-Ήταν μακριά αυτό το μέρος;

Κ.Μ.: «Ναι, ήταν πολύ μακριά. Περπάτησε πολύ, περπάτησε πολύ, 900 χλμ και έφτασε σε ένα άγνωστο μέρος. Εκεί βρήκε τη ζούγκλα. Βρήκε μια λίμνη με ενοικιαζόμενα σπίτια που τα πούλαγε ένας βάτραχος. Πήρε ένα και έμενε εκεί».

-Είχε θέα αυτό το σπίτι που πήρε;

Κ.Μ.: «Ναι, γιατί ήταν δεντρόσπιτο. Και έζησε καλά κι εμείς καλύτερα».
Συζήτηση με το Μ. Ρ(ου)


-Πώς νομίζεις ότι αισθάνθηκε το βατραχάκι όταν έπεσε από τη μύτη της καμηλοπάρδαλης κάτω στο χώμα;

Μ. Ρ(ου): «Ήταν στενοχωρημένο, επειδή είχε πέσει κάτω και είχε χτυπήσει. Είχε τρομάξει».

-Τι λες να σκέφτηκε τότε το βατραχάκι;

Μ. Ρ(ου): «Σκέφτηκε να πάει σε ένα άλλο νησί για να βρει άλλη ζωή και για να χτίσει εκεί ένα άλλο σπίτι».

-Πήγε σ’ αυτό το άλλο νησί;

Μ. Ρ(ου): «Πήγε, ξεκίνησε, αλλά στενοχωριότανε και γύρισε πίσω και το έχτισε το σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη».

-Πώς περνούσε εκεί;

Μ. Ρ(ου): «Περνούσε ωραία. Ήταν ευχαριστημένο».

-Και η καμηλοπάρδαλη; Πώς νομίζεις ότι αισθανόταν;

Μ. Ρ(ου): «Ήταν ευχαριστημένη, επειδή ξαναβρήκε το βάτραχο».

-Δηλαδή; Τι εννοείς; Είχε στενοχωρηθεί για κάποιο λόγο η καμηλοπάρδαλη;

Μ. Ρ(ου): «Είχε στενοχωρηθεί που με το φτάρνισμα έπεσε κάτω το βατραχάκι».

-Δεν την ενοχλούσε που είχε πάνω στη μύτη της ένα σπίτι και το βατραχάκι;

Μ. Ρ(ου): «Όχι. Της άρεσε, γιατί το βατραχάκι τής χάιδευε τη μύτη και το κεφάλι της και την ξεκούραζε. Ζεστάθηκε η μύτη της, επειδή είχε το σπίτι».

-Ωραία. Λοιπόν, για πες μου, πώς περνούσαν από κει και πέρα η καμηλοπάρδαλη και το βατραχάκι;

Μ. Ρ(ου): «Περνούσαν ωραία. Παίζανε, τραγουδούσανε, έπαιζαν μπάλα, κρυφτό… ήταν δυο καλοί φίλοι και ήταν πολύ ευχαριστημένοι, γιατί κάνανε παρέα. Και το βατραχάκι είχε ένα σπίτι με ωραία θέα και η καμηλοπάρδαλη είχε ζεστή τη μύτη της και ήταν ευχαριστημένοι πάρα πολύ και οι δύο».
Συζήτηση με το Μ.Σ.



-Πώς νομίζεις ότι αισθάνθηκε το βατραχάκι όταν έπεσε από τη μύτη της καμηλοπάρδαλης κάτω στο χώμα;

Μ. Σ.: «Το βατραχάκι ήταν λυπημένο, γιατί έπεσε και χτύπησε και έκλαιγε πάρα πολύ, πάρα πολλές μέρες».

-Και τι φαντάζεσαι ότι έκανε αφού πέρασαν αυτές οι πολλές μέρες;

Μ. Σ.: «Μετά, έφτιαξε το σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη».

-Πώς το έκανε αυτό;

Μ. Σ.: «Ανέβηκε ξανά, της έκλεισε τα μάτια και τα ρουθούνια της και το έφτιαξε».

-Ήταν ευχαριστημένο τώρα;

Μ. Σ.: «Ναι. Το σπίτι του είχε τοίχο από τη μια και από την άλλη και πάτωμα. Είχε και κρεβάτι και σεντόνια. Μια μέρα κατέβηκε και πήγε μια βόλτα και βρήκε μια γυναίκα. Την παντρεύτηκε και γεννήσανε πολλά βατραχάκια. Δέκα βατραχάκια. Μένανε όλοι μαζί στο σπίτι τους, στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη».

-Ωραία. Πες μου τώρα, πώς νομίζεις ότι αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη;

Μ. Σ.: «Η καμηλοπάρδαλη δεν έβλεπε και κουτούλησε και τότε το βατραχάκι της έδεσε τα πόδια της για να μην περπατάει. Αλλά η καμηλοπάρδαλη δεν ήταν πολύ καλά. Χτύπησε και της έτρεχε αίμα. Το βατραχάκι της έκλεισε και το στόμα, όλα».

-Και μετά, τι συνέβη;

Μ. Σ.: «Μετά πήγε στο γιατρό για να της κάνει μια ένεση να μην πονάει».

-Της την έκανε την ένεση;

Μ. Σ.: «Ναι»

-Τη ρώτησε κάτι ο γιατρός;

Μ. Σ.:«Ναι, τη ρώτησε γιατί το έπαθε αυτό».

-Όταν ο γιατρός έμαθε τι είχε συμβεί, έκανε κάτι;

Μ. Σ.: «Ναι, είπε: “Τι έκανες, βάτραχε;” Και μετά τίποτα. Γυρίσανε πίσω και η καμηλοπάρδαλη δεν ήτανε και πολύ καλά».

-Κι ο βάτραχος;

Μ. Σ.: «Ο βάτραχος, ήτανε καλά, αφού είχε το σπίτι».

Συζήτηση με το Μ. Ρ(α).


-Πώς νομίζεις ότι αισθάνθηκε το βατραχάκι όταν έπεσε από τη μύτη της καμηλοπάρδαλης κάτω στο χώμα;»

Μ. Ρ(α): «Λίγο λυπημένο και λίγο πονεμένο».

-Γιατί αισθάνθηκε έτσι;

Μ. Ρ(α): «Γιατί του πόναγαν τα ποδαράκια του».

-Μόνο γι’ αυτό;

Μ. Ρ(α): «Και γιατί ήθελε να χτίσει ψηλά το σπίτι του και δεν τα κατάφερε».

-Τι λες να σκεφτόταν τότε το βατραχάκι;

Μ. Ρ(α): «Σκεφτόταν…δεν πρέπει να το χτίσω ψηλά, αλλά χαμηλά».

-Τι νομίζεις ότι έκανε την άλλη μέρα το βατραχάκι;

Μ. Ρ(α): «Έκατσε σπίτι του, που ήταν πάνω σ’ ένα νούφαρο της λίμνης και είδε τηλεόραση. Μετά έβαλε το μαγιό του και πήδησε στη λίμνη να κολυμπήσει. Τα ίδια έκανε και την άλλη μέρα».

-Με το σπίτι που ήθελε να χτίσει τι έγινε; Σκέφτηκε κάτι; Βρήκε κάποια λύση;

Μ. Ρ(α): «Πρέπει να ακούει τους άλλους όταν του μιλάνε. Να ακούει τους φίλους του. Και ήταν λάθος που ήθελε να χτίσει ένα σπίτι ψηλά».

-Γιατί ήταν λάθος;

Μ. Ρ(α): «Γιατί σκέφτηκε πως όταν είχε ένα σπίτι ψηλά, θα έπρεπε να πηδάει από πολύ ψηλά και μπορεί να χτυπούσε πάλι».

-Καταλαβαίνω. Αλλά ήθελα να μου πεις, αν ήθελε ακόμα να χτίσει ένα καινούριο σπίτι...
 
Μ. Ρ(α): «Ναι, ήθελε ένα καινούριο σπίτι σε ένα ψηλό μέρος για να έχει πιο ωραία θέα. Σκέφτηκε να το χτίσει πάνω σε ένα βράχο, που θα ήταν κοντά στη λίμνη και θα πήδαγε εύκολα στη λίμνη».

-Ωραία. Έκανε κάτι για να αποκτήσει αυτό το σπίτι;

Μ. Ρ(α): «Πρώτα βρήκε ένα βράχο και έβαλε γρασιδάκι για να μη γλιστράει. Μετά πήρε τούβλα, το έχτισε και έκανε και ένα καταπέλτη και από τον καταπέλτη πήδαγε στο νερό όποτε ήθελε».

-Βοήθησε κανείς το βατραχάκι στο χτίσιμο;

Μ. Ρ(α): «Ναι, τον βοήθησαν λίγο οι εργάτες βάτραχοι, που τους είχε ζητήσει βοήθεια».

-Πες μου τώρα, πώς ήταν η ζωή του από κει και πέρα;

Μ. Ρ(α): «Έμενε στο καινούριο του σπίτι και του είχαν περάσει και τα χτυπήματα».

-Αισθανόταν καλά;

Μ. Ρ(α): «Αισθανόταν πολύ καλά γιατί δεν κινδύνευε να πέσει από το βράχο. Αλλά από τη μύτη της καμηλοπάρδαλης κινδύνευε».
Συζήτηση με τον Τ. Σ.


-Πώς νομίζεις ότι αισθάνθηκε το βατραχάκι όταν έπεσε από τη μύτη της καμηλοπάρδαλης κάτω στο χώμα;

Τ.Σ.: «Στενοχωρήθηκε, επειδή πόνεσε και επειδή ήθελε να χτίσει το σπίτι του στης καμηλοπάρδαλης της μύτη. Αυτό τον έκανε λυπημένο, γιατί δεν είχε χτίσει το σπίτι. Λίγο έκλαιγε».

-Τι νομίζεις ότι έκανε το βατραχάκι την επόμενη μέρα;

Τ.Σ.: «Την άλλη μέρα το πρωί ήθελε να το χτίσει πάλι το σπίτι. Ανέβηκε ξανά και είπε:-είναι κρύα η μύτη της καμηλοπάρδαλης, αλλά θα το χτίσω το σπίτι –ήταν πάγος εκεί πάνω- θα το ξαναφτιάξω το σπίτι».

-Τελικά το έχτισε;

Τ.Σ.: «Βέβαια, το έχτισε και έβαλε air-condition και ένα τζάκι και ήταν ζεστό».

-Περνούσε καλά το βατραχάκι στο καινούριο του σπίτι;

Τ.Σ.: «Φυσικά. Γιατί έχτισε το σπίτι που ήθελε πολύ».

-Ωραία. Για πες μου τώρα, πώς αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη με ένα σπίτι κι ένα βατραχάκι πάνω στη μύτη της;

Τ.Σ.: «Της άρεσε, επειδή αγαπούσε το βατραχάκι. Ήταν φίλοι».

-Πώς ήταν η ζωή τους από κει και πέρα;

Τ.Σ.: « Μια χαρά. Παίζανε, πίνανε γαλατάκι,, πήγαιναν να βρουν τους φίλους τους στο δάσος, έτρωγαν, κοιμόντουσαν…»

Συζήτηση με το Γ. Σ.



-Πώς νομίζεις ότι αισθάνθηκε το βατραχάκι όταν έπεσε από τη μύτη της καμηλοπάρδαλης κάτω στο χώμα;

Γ.Σ.: «Λυπήθηκε, γιατί δεν το έχτισε το σπίτι που ήθελε και έκλαιγε».

-Τι λες να σκεφτόταν;

Γ.Σ.: «Σκεφτόταν, ας πάω να χτίσω ένα άλλο σπίτι».

Τι νομίζεις ότι έκανε το βατραχάκι την άλλη μέρα;

Γ.Σ.: «Πήγε και έχτισε ένα σπίτι στου ελέφαντα την πλάτη. Σε έναν ελέφαντα που ήταν πολύ ψηλός, πιο ψηλός κι από την καμηλοπάρδαλη».

-Γιατί πήρε αυτή την απόφαση;

Γ.Σ.: «Γιατί είπε ότι θα ήτανε πιο καλά στην πλάτη του ελέφαντα που ήταν πιο ψηλός από την καμηλοπάρδαλη, γιατί θα είχε πιο ωραία θέα».

-Σκέφτηκε μήπως και κάποιον άλλο λόγο;

Γ.Σ.: «Ναι. Σκέφτηκε ότι η πλάτη του ελέφαντα ήταν πιο μεγάλη από της καμηλοπάρδαλης τη μύτη και δεν θα έπεφτε το σπίτι του».

-Πολύ ωραία. Για πες μου τώρα, πώς κατάφερε να χτίσει αυτό το σπίτι το βατραχάκι;

Γ.Σ.: «Το έκανε με δυσκολία. Δεν έβρισκε τούβλα. Αλλά την άλλη μέρα βρήκε και έκανε και λάσπη και κόλλησε τα τούβλα και μετά το έβαλε πάνω στην πλάτη του ελέφαντα».

-Για πες μου τώρα, πώς ήταν η ζωή του από κει και πέρα;

Γ.Σ.«Ωραία. Κοιμήθηκε, μαγείρεψε και έφαγε, μετά κοιμήθηκε λίγο πάλι και όταν ξύπνησε πήγε βόλτα».

-Θα ήθελα να μου πεις, τι είπε ο ελέφαντας όταν άκουσε ότι το βατραχάκι αποφάσισε να χτίσει ένα σπίτι στην πλάτη του;

Γ.Σ.: «Είπε, ευχαρίστως, να χτίσεις το σπίτι σου στην πλάτη μου».

-Και μετά, όταν χτίστηκε το σπίτι, πώς αισθανόταν ο ελέφαντας;

Γ.Σ.: «Παραπονιόταν λίγο και έλεγε ότι δεν μπορούσε να περπατήσει».

-Είχε συμφωνήσει όμως…

Γ.Σ.: «Ναι, είχε συμφωνήσει, αλλά το σπίτι ήταν λίγο μεγάλο και λίγο βαρύ. Μετά όμως ο ελέφαντας πήρε τη δύναμή του και μπορούσε να το κουβαλήσει. Και τώρα αισθανόταν μια χαρά».

-Πώς περνούσαν ο ελέφαντας και το βατραχάκι από κει και πέρα;

Γ.Σ.: «Μια χαρά. Συζητάγανε, πηγαίναμε καμιά βόλτα, παίζανε με τα άλλα ζώα, μετά πέφτανε για ύπνο…αυτά».

Συζήτηση με το Σ. Ρ.


-Πώς νομίζεις ότι αισθάνθηκε το βατραχάκι όταν έπεσε από τη μύτη της καμηλοπάρδαλης κάτω στο χώμα;

Σ.Ρ.: «Στενοχωρημένο, γιατί έπεσε και χτύπησε. Χτύπησε τη μύτη του και έκλαιγε γιατί πονούσε».

-Το βοήθησε κανείς το βατραχάκι ή πέρασε σε λίγο ο πόνος;

Σ.Ρ.: «Τον βοήθησε η καμηλοπάρδαλη, που ήταν γιατρός. Του έκανε εξέταση και του έβαλε χανζαπλάστ».

-Ωραία. Για πες μου τώρα, τι έκανε το βατραχάκι την άλλη μέρα;

Σ.Ρ.: «Την άλλη μέρα ήταν καλά. Χοροπηδούσε, χοροπηδούσε και δε σταμάταγε. Και σκέφτηκε να χτίσει ένα σπίτι πάνω σε μια στέγη ενός σπιτιού-γίγαντα. Πολύ ψηλό όπως το σχολείο μας, βλέπεις;».

-Γιατί το σκέφτηκε αυτό;

Σ.Ρ.: «Για να βλέπει τα πάντα και τον άγιο Βασίλη από κει ψηλά».

-Τι ωραία σκέψη! Λοιπόν, το έχτισε αυτό το σπίτι;

Σ.Ρ.: «Ναι, το έχτισε Έβαλε και κάγκελα γύρω γύρω».
-Πώς τα κατάφερε;

Σ.Ρ.: «Το βοήθησε ένας άνθρωπος με μια σκάλα. Μετά έφυγε ο άνθρωπος και το βατραχάκι του είπε ευχαριστώ».

-Πώς περνούσε το βατραχάκι στο καινούριο του σπίτι;

Σ.Ρ.: «Τρώει, τρώει, πίνει, πίνει. Πίνει πορτοκαλάδες δροσερές. Παίζει και μετά πάει για ύπνο αφού διαβάσει οκτώ παραμύθια».

-Είχε και βιβλιοθήκη στο σπίτι του;

Σ.Ρ.: «Ναι, μια μεγάλη βιβλιοθήκη με οκτώ βιβλία».

-Στη λίμνη πάει καθόλου;

Σ.Ρ.: «Μπα. Έχει κάνει μια μεγάλη μπανιέρα από τούβλα, για να μη διαλύζεται, και όποτε θέλει πλουτς πλουτς…».

-Παρέα δεν είχε;

Σ.Ρ.: «Καθόλου, γιατί ήθελε να είναι μόνο του».

-Γιατί ήθελε να είναι μόνο του;

Σ.Ρ.: «Γιατί είχε κάτι φίλους, που ήτανε μεγάλοι βάτραχοι και κάνανε φασαρία και ήθελε την ησυχία του».

-Με την καμηλοπάρδαλη συναντήθηκαν καθόλου;

Σ.Ρ.: «Ναι, συναντήθηκαν. Η καμηλοπάρδαλη είδε το σπίτι που έχτισε το βατραχάκι και είπε: -Πω, πω! Τι ψηλό που είναι αυτό το σπίτι! Πιο ψηλό κι από μένα! Αλλά είπε στο βατραχάκι: Πρόσεχε να μην πέσεις κάτω!»
Και το βατραχάκι πρόσεχε και δεν έπεσε ποτέ".

Συζήτηση με τον Κ. Σ.


-Πώς νομίζεις ότι αισθάνθηκε το βατραχάκι όταν έπεσε από τη μύτη της καμηλοπάρδαλης κάτω στο χώμα;

Κ. Σ.: «Χτύπησε άσχημα. Δεν αισθάνθηκε καλά».

-Σκέφτηκε κάτι;

Κ. Σ.: «Σκέφτηκε: - Δεν θα χτίσω ένα σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη γιατί είναι μικρή και πέφτω κάτω. Δε χωρούσε».

-Τι έκανε την άλλη μέρα το βατραχάκι;

Κ. Σ.: «Πήγε κάπου, σε μια λίμνη και βρήκε ένα κορίτσι και το παντρεύτηκε. Μια βατραχούλα. Και μετά έφτιαξαν μαζί ένα σπίτι στο βουνό».

-Γιατί στο βουνό;

Κ. Σ.: «Για να έχει πολλή θέα. Και το σπίτι το βάψανε πράσινο και βάλανε στην πόρτα ένα αυτοκόλλητο-βάτραχο, για να δείχνει ότι εδώ είναι κάποιοι βάτραχοι. Το φτιάξανε μεγάλο το σπίτι τους».

- Λοιπόν, πώς ήταν η ζωή τους από κει και πέρα;

Κ. Σ.: «Πολύ καλή. Και όταν ήρθε ο χειμώνας μένανε μέσα και τρώγανε σούπα».

-Ωραία. Αλλά για πες μου, πώς ζούσαν ο βάτραχος και η βατραχούλα τόσο μακριά από τη λίμνη;

Κ. Σ.: «Βρήκανε ένα παλιό αυτοκίνητο και το φτιάξανε στο μάστορα. Και μετά το βάψανε κι αυτό πράσινο κι απάνω είχε όλο βατράχους ζωγραφιστούς. Μ’ αυτό πηγαίνανε στη λίμνη όποτε θέλανε».

-Η καμηλοπάρδαλη τα είδε αυτά που γίνανε;

Κ. Σ. : «Ναι και πήγε μια μέρα και τους έκανε επίσκεψη. Είχε μεγάλη πόρτα αυτό το σπίτι και χωρούσε να μπει, αλλά κουτούλησε στο ταβάνι. Μετά βγήκαν στην αυλή. Η καμηλοπάρδαλη τους είπε να κάνουνε μια πισίνα για να έχουνε δικιά τους λίμνη και να κολυμπάνε όποτε θέλουνε. Μετά την κεράσανε καφέ, νερό και γλυκά και περάσανε ωραία».
Συζήτηση με την Α. Π.


-Πώς νομίζεις ότι αισθάνθηκε το βατραχάκι όταν έπεσε από τη μύτη της καμηλοπάρδαλης κάτω στο χώμα;

Α.Π.: «Αισθανόταν πόνο στην καρδιά. Ήτανε λυπημένο γιατί στενοχωρήθηκε που χτύπησε και γιατί δεν έχτισε το σπίτι. Γι’ αυτό πόναγε η καρδιά του».

-Την άλλη μέρα τι έκανε το βατραχάκι;

Α.Π.: «Την άλλη μέρα ήθελε πάλι να χτίσει το σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη αλλά δεν το έκανε γιατί είχε γλιστρήσει και είχε πέσει κάτω».

-Και την άλλη μέρα;

Α.Π.: «Είπε: -Τέρμα, δεν το κάνω το σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη. Και πήγε στον ιπποπόταμο και το έχτισε στην πλάτη του που είναι πιο μεγάλη και δεν έπεφτε. Ήταν μεγάλη η πλάτη και έκανε μεγάλο σπίτι με αποθήκη και αυλή».

-Πώς περνούσε το βατραχάκι από κει και πέρα;

Α.Π.: «Πολύ καλά. Έπαιζε, έτρωγε και πήγαινε για ύπνο».

-Κι ο ιπποπόταμος;

Α.Π.: «Ο ιπποπόταμος ήταν ευχαριστημένος γιατί είχε παρέα το βατραχάκι. Ήτανε φίλοι και είχε παρέα γιατί ήτανε μόνος του πιο πριν και δεν ήθελε να είναι μόνος του».



Συζήτηση με τη Μ.-Χ. Π.


-Πώς νομίζεις ότι αισθάνθηκε το βατραχάκι όταν έπεσε από τη μύτη της καμηλοπάρδαλης κάτω στο χώμα;



Μ.Χ.-Π. "Καθόλου χαρούμενο. Ένοιωθε πως ήθελε να φτιάξει το σπίτι".

-Και την άλλη μέρα τι νομίζεις ότι έκανε το βατραχάκι;


Μ-Χ. Π.: «Πήγε να φτιάξει ένα άλλο σπίτι».

-Πού;»

Μ.-Χ.Π.: «Ήθελε να το φτιάξει κοντά σε μια λίμνη, αλλά δεν έβρισκε».

-Αυτό ήταν ένα πρόβλημα…Πώς νομίζεις ότι το έλυσε;

Μ.-Χ.Π.: «Την έφτιαξε τη λίμνη. Την έσκαψε και έβαλε μέσα νερό για να κολυμπάει. Ήτανε δική του λίμνη. Εκεί το έχτισε το σπίτι του».

-Πολύ ωραία, αλλά θυμάμαι ότι το βατραχάκι ήθελε να χτίσει ένα σπίτι ψηλά, για να έχει θέα…

Μ.-Χ.Π.: «Ναι, γι’ αυτό το έχτισε ψηλά στο βουνό, σε ένα πολύ ψηλό βουνό».

-Πολύ καλή σκέψη. Για πες μου τώρα, πώς περνούσε το βατραχάκι στο καινούριο του σπίτι;

Μ.-Χ.Π.: «Ανέβαινε, κατέβαινε, πηδούσε στη δική του λίμνη και περνούσε ωραία».

-Είχε καμιά παρέα;

Μ.-Χ.Π.: «Είχε τη μαμά του και τα παιδιά του και τη γυναίκα του, που είχε παντρευτεί και ήτανε όλη η 
οικογένεια».

-Σκεφτόταν άραγε καμιά φορά τη μύτη της καμηλοπάρδαλης, που ήθελε να χτίσει το σπίτι του;

Μ.-Χ.Π.: «Όχι. Δεν ξαναπήγε ποτέ εκεί. Μόνο μια φορά που πήγε και της ζήτησε συγνώμη, επειδή είχε ανεβεί στη μύτη της. Επειδή είχε κάνει λάθος που ήθελε να χτίσει εκεί το σπίτι του».

-Γιατί ήταν λάθος;

Μ.-Χ.Π.: «Γιατί δεν έπρεπε να το χτίσει στη μύτη της καμηλοπάρδαλης».

-Δηλαδή;

Μ.-Χ.Π.: «Δηλαδή, δεν χτίζεται ένα σπίτι στη μύτη ενός ζώου».

-Γιατί δεν χτίζεται;

Μ.-Χ.Π.: «Γιατί θα το ενοχλεί το ζώο όταν έχει ένα σπίτι πάνω στη μύτη του».

-Συμφωνώ μαζί σου. Για πες μου, η καμηλοπάρδαλη ήταν τώρα ευχαριστημένη;

Μ.-Χ.Π.: «Ναι, ήταν, γιατί της είχε ζητήσει συγνώμη ο βάτραχος και γιατί δεν είχε το σπίτι του πάνω στη μύτη της».

-Ωραία. όλα καλά λοιπόν για όλους…

Μ.-Χ.Π.: «Ναι, όλα καλά ήταν. Περνούσανε καλά όλοι τους». 

Συζήτηση με τον Π. Κ.



-Πώς νομίζεις ότι αισθάνθηκε το βατραχάκι όταν έπεσε από τη μύτη της καμηλοπάρδαλης κάτω στο χώμα;

Π.Κ.: «Ήτανε στενοχωρημένο».

-Γιατί λες ότι ήτανε στενοχωρημένο;

Π.Κ.: «Γιατί έπεσε κάτω».

-Και λοιπόν;

Π.Κ.: «Έπεσε κάτω και χτύπησε».

-Μόνο γι’ αυτό ήταν στενοχωρημένο ή μήπως υπήρχε και κάποιος άλλος λόγος;

Π.Κ.: «Ναι, γιατί δεν έχτισε το σπίτι του».

-Και τι λες να έκανε το βατραχάκι την άλλη μέρα;

Π.Κ.: «Το έχτισε το σπίτι του».

-Πού;

Π.Κ.: «Το έχτισε στη μύτη της καμηλοπάρδαλης».

-Πώς τα κατάφερε;

Π.Κ.: «Ανέβηκε και το έχτισε».

-Δεν συνάντησε καμιά δυσκολία αυτή τη φορά;

Π.Κ.: «Όχι. Η καμηλοπάρδαλη δε φτερνίστηκε άλλο».

-Ωραία. Πες μου τώρα, πώς περνούσε το βατραχάκι στο καινούριο του σπίτι;

Π.Κ.: «Καλά περνούσε».

-Δηλαδή;

Π.Κ.: «Έτρωγε και έβλεπε τη θέα και κοιμότανε».

-Δεν έκανε τίποτ’ άλλο;

Π.Κ.: «Όχι».

-Δεν πήγαινε, καμιά βολτούλα;

Π.Κ.: «Όχι».

-Και η καμηλοπάρδαλη πώς αισθανόταν με το βατραχάκι και το σπίτι του πάνω στη μύτη της;

Π.Κ.: «Καλά».

-Δηλαδή, της άρεσε αυτό που είχε γίνει;

Π.Κ.: «Όχι. Συνήθισε όμως».
Συζήτηση με την Α. Κ.



-Πώς νομίζεις ότι αισθάνθηκε το βατραχάκι όταν έπεσε από τη μύτη της καμηλοπάρδαλης κάτω στο χώμα;

Α.Κ.: «Δεν ήταν χαρούμενο, γιατί δεν το έχτισε το σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη. Έκλαιγε πολύ».

-Τι έκανε την άλλη μέρα το βατραχάκι;

Α.Κ.: «Την άλλη μέρα αποφάσισε και το έχτισε το σπίτι στης καμηλοπάρδαλης τη μύτη. Το έφτιαξε με ξύλα. Αλλά τώρα δεν έπεσε, γιατί δεν έκανε κρύο και η καμηλοπάρδαλη δεν φταρνίστηκε».

-Ωραία. Για πες μου τώρα, πώς περνούσε το βατραχάκι στο καινούριο του σπίτι;

Α.Κ.: «Καλά. Σκούπιζε, έβλεπε παιδικά και έβλεπε από το παράθυρο που είχε ωραία θέα. Ήτανε τέλεια και έκατσε εκεί για πάντα, γιατί του άρεσε που έβλεπε όλο τον κόσμο».

-Δεν πήγαινε πουθενά αλλού; Ούτε στη λίμνη;

Α.Κ.: «Όταν ήθελε να πάει κάπου, πήγαινε. Πήγαινε στη λίμνη και μετά γύριζε σπίτι του».

-Πώς ανεβοκατέβαινε;

Α.Κ.: «Από την ουρά της καμηλοπάρδαλης».

-Η καμηλοπάρδαλη πώς αισθανόταν με το βατραχάκι και το σπίτι του πάνω της;

Α.Κ.: «Της άρεσε και ήθελε να μένει κοντά της το βατραχάκι, γιατί το αγαπούσε. Ήταν φίλος της. Και το σπίτι του ήτανε πολύ πολύ μικρό. Δεν ήτανε βαρύ. Ε, αφού και το βατραχάκι ήτανε μικρό…»

-Πώς περνούσαν οι δυο τους;

Α.Κ.: «Σκουπίζανε, μετά βλέπανε παιδικά, κοιμότανε παρέα, πηγαίνανε καμιά βόλτα για φαγητό και για καμιά βάφλα. Μου άρεσε, κυρία, αυτό το παραμύθι και μου άρεσε που με ρώτησες τι έκανε μετά το βατραχάκι».
      
Συζήτηση με την Ο. Κ.


-Πώς νομίζεις ότι αισθάνθηκε το βατραχάκι όταν έπεσε από τη μύτη της καμηλοπάρδαλης κάτω στο χώμα;

Ο.Κ.: «Είχε χτυπήσει στο κεφάλι του, αλλά δεν το ένοιαζε».

-Με το σπίτι τι έγινε;

Ο.Κ.: «Το βατραχάκι πήγε μετά σε έναν άλλο δρόμο, που είχε μια λίμνη με πολλά βατραχάκια. Και το έχτισε εκεί το σπίτι του».

-Ναι, αλλά αυτό το σπίτι είχε θέα;

Ο.Κ.: «Δεν είχε, αλλά δεν το ένοιαζε που δεν είχε θέα. Το ξέχασε αυτό και δεν το ένοιαζε. Ήταν με τα άλλα βατραχάκια και περνούσε καλά».

-Η καμηλοπάρδαλη τι έκανε;

Ο.Κ.: «Η καμηλοπάρδαλη πήγε στο γιατρό, γιατί είχε αρρωστήσει που έκανε αψού και έτρεχε αίμα από τη μύτη της. Μετά έγινε καλά και ήτανε κι αυτή με άλλες φίλες της και περνούσε καλά. Δεν το ήθελε το βατραχάκι να είναι πάνω στη μύτη της. Και το βατραχάκι και η καμηλοπάρδαλη περνούσανε καλά».


Συζήτηση με τον Ε. Μ.


-Πώς νομίζεις ότι αισθάνθηκε το βατραχάκι όταν έπεσε από τη μύτη της καμηλοπάρδαλης κάτω στο χώμα;

Ε.Μ.: «Χάλια, γιατί έπεσε και δεν έφτιαξε το σπίτι».

-Την άλλη μέρα, πώς ήταν το βατραχάκι;

Ε.Μ.: «Ήταν ακόμη χάλια».

-Τι λες να σκεφτόταν;

Ε.Μ.: «Σκεφτόταν: Θέλω να το χτίσω το σπίτι. Θέλω να το χτίσω!»

-Και τελικά τι έγινε; Τα κατάφερε;

Ε.Μ.: «Δεν τα κατάφερε».

-Γιατί;

Ε.Μ.: «Γιατί δεν μπορούσε να ξανανεβεί, επειδή η καμηλοπάρδαλη ψήλωνε συνέχεια».

-Όμως ήθελε ακόμα να το χτίσει το σπίτι;

Ε.Μ.: «Ναι».

-Έκανε κάτι για να λύσει αυτό το πρόβλημα;

Ε.Μ.: «Ναι. Έβαλε μια σκάλα και ανέβηκε και κατάφερε να το χτίσει το σπίτι».

-Ωραία. Για πες μου, πώς αισθανόταν τώρα το βατραχάκι;

Ε.Μ.: «Αισθανόταν καλά. Ήτανε χαρούμενο, γιατί τα είχε καταφέρει».

-Πώς περνούσε το βατραχάκι στο καινούριο του σπίτι;

Ε.Μ.: «Καλά περνούσε. Έπαιζε και έβλεπε τη θέα. Έβλεπε όλο τον κόσμο και ήταν ευχαριστημένο».

-Πήγαινε καμιά βόλτα και πού;

Ε.Μ.: «Πήγαινε όπου ήθελε. Πήγαινε και στη λίμνη και έπαιζε και πήδαγε και έπινε νερό με τα αδέλφια του και τους φίλους του».

-Πολύ ωραία. Για πες μου τώρα, πώς αισθανόταν η καμηλοπάρδαλη;

Ε.Μ.: «Η καμηλοπάρδαλη δεν ήταν πολύ καλά, γιατί δεν το ήθελε το βατραχάκι πάνω στη μύτη της».

-Και τι έκανε;

Ε.Μ.: «Δε μιλούσε. Το βατραχάκι είπε: Θα πάρω τη σκάλα. Και ανέβηκε στη μύτη της και είπε: Θα κάτσω εδώ. Τότε η καμηλοπάρδαλη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα και δε μίλησε».

-Μετά τι έγινε;

Ε.Μ.: «Μετά, σιγά σιγά, γίνανε φίλοι. Το βατραχάκι τής έφερνε μαρούλια και φράουλες και ντομάτες και η καμηλοπάρδαλη του είπε ευχαριστώ. Το βατραχάκι έλεγε παρακαλώ και σ’ ευχαριστώ που μ’ αφήνεις να ζήσω στη μύτη σου. Μετά αρχίσανε τις βόλτες. Πηγαίνανε στην παιδική χαρά που ήτανε τα παιδιά και παίζανε μαζί και περνούσανε καλά».


Οργάνωση δραστηριότητας και ερωτήσεις: Γιάννα Σέργη.
Διδακτικός χρόνος και χώρος δραστηριότητας: 12:15-12:45, στο γραφείο ή στη γωνιά της βιβλιοθήκης, ανάλογα με την προτίμηση των παιδιών.

Κύριοι στόχοι δραστηριότητας: 


-Κατανόηση κειμένου

-Καλλιέργεια Δημιουργικής & Κριτικής Σκέψης
-Έκφραση συναισθημάτων
-Καλλιέργεια προφορικού λόγου