Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

3. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Τρόποι διαπαιδαγώγησης και η επίδρασή τους στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών



Τρόποι διαπαιδαγώγησης  και η επίδρασή τους στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών
της Γιάννας Σέργη

Πίνακας: Sevada Grigoryan

Μέσα από πολλές ερευνητικές εργασίες έχουν εντοπιστεί διάφοροι τρόποι άσκησης της γονικότητας ή, με άλλα λόγια, της διαπαιδαγώγησης που ακολουθούν οι γονείς και τα αποτελέσματα που προκύπτουν για τα παιδιά. Ο κάθε τρόπος άσκησης της γονικότητας διαμορφώνεται κυρίως σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία, τις στάσεις, τις αντιλήψεις, τις αξίες, τα βιώματα από τη διαπαιδαγώγηση που έλαβαν οι ίδιοι γονείς, καθώς και από το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσονται τα άτομα και οι οικογένειες. Τα βασικά σχήματα άσκησης της γονικότητας είναι το αυταρχικό, το επιτρεπτικό και το δημοκρατικό.
Ο αυταρχικός τρόπος, ο αρχαιότερος στην αγωγή των παιδιών, αντιπροσωπεύει την τήρηση ορίων χωρίς ελευθερία και την επίλυση προβλημάτων μέσω της επιβολής ή και της βίας. Οι αυταρχικοί γονείς θεωρούν ότι τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν την υπακοή στην εξουσία, την οποία αντιπροσωπεύουν οι ίδιοι προς το παρόν. Πιστεύουν ότι δεν πρέπει να διαπραγματεύονται και να συζητούν με τα παιδιά τους και παίρνουν οι ίδιοι τις αποφάσεις για όλα τα θέματα που τα αφορούν. Δεν λαμβάνουν υπόψη τα συναισθήματα των παιδιών τους καθώς και την ανάγκη τους για ανεξαρτητοποίηση, ενώ χρησιμοποιούν ως συνήθη πρακτική την τιμωρία, η οποία πολλές φορές είναι σκληρή. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον Μικρό Πρίγκιπα δίνει το στίγμα της αυταρχικής συμπεριφοράς, της έλλειψης ευελιξίας και της κατάχρησης της γονεϊκής εξουσίας σε λίγες γραμμές:
«-Α! να ένας υπήκοος! φώναξε ο βασιλιάς μόλις είδε τον μικρό πρίγκιπα. Κι ο μικρός πρίγκιπας αναρωτήθηκε: -Πώς μπορεί να με αναγνωρίζει, αφού ποτέ μέχρι τώρα δεν με είδε;» Δεν ήξερε ότι για ένα βασιλιά ο κόσμος είναι πολύ απλοποιημένος. Όλοι οι άνθρωποι είναι υπήκοοι! (Exypéry, 1968: 39).
Τα παιδιά που μεγαλώνουν με αυταρχικούς γονείς μπορεί να είναι πειθαρχημένα, αλλά τείνουν να είναι λιγότερο δραστήρια, δυσκολεύονται στη λήψη αποφάσεων και πρωτοβουλιών και αντιδρούν με θυμό και πείσμα, εκδικητικότητα και επιθετικότητα, αντιδράσεις οι οποίες έχουν παρατηρηθεί κυρίως στα αγόρια ή αποσύρονται και συμμορφώνονται, επειδή σε κάθε περίπτωση φοβούνται να αντιπαρατεθούν στη γονεϊκή εξουσία (Mackenzie, 1993). Στερούνται αυθορμητισμού, έχουν δυσκολία να ελέγχουν τις παρορμήσεις τους και αντιμετωπίζουν αρκετές δυσκολίες προσαρμογής όταν πηγαίνουν στο σχολείο (Dornbush et al., 1987). Συνήθως δεν γίνονται εύκολα αποδεκτά από τους συνομηλίκους τους και σε κάποιες περιπτώσεις δυσκολεύονται στα μαθήματά τους. Ενδέχεται να εξελιχθούν σε άτομα παθητικά, άτονα, χωρίς φαντασία και περιέργεια, έχουν χαμηλή ανοχή στη ματαίωση και πολλές φορές είναι επιβαρυμένα με συναισθήματα ντροπής και ανεπάρκειας. «Τα παιδιά που έχουν κυριαρχικούς γονείς δεν μπορούν κατά κανόνα να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις και δεν έχουν την ικανότητα να αντιμετωπίσουν ρεαλιστικά τα προβλήματά τους, γιατί συνήθως δεν αναπτύσσουν υψηλή αυτοεκτίμηση, ενώ δεν κατορθώνουν ή αργούν πολύ να αναλάβουν τις ευθύνες τους ως ενήλικες. Τείνουν να είναι υποχωρητικά, υπάκουα και να αποσύρονται σε καταστάσεις που τους φαίνονται δύσκολες» (Herbert 1998:276).
Οι γονείς οι οποίοι εφαρμόζουν επιτρεπτική συμπεριφορά δεν επιβάλλουν όρια και κανόνες, αλλά αφήνουν ελεύθερα τα παιδιά να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους, αποφεύγοντας έτσι καταστάσεις αντιπαράθεσης. Έχουν λίγες απαιτήσεις για ώριμη συμπεριφορά, χρησιμοποιούν σπάνια την τιμωρία και γενικά αποφεύγουν να ασκούν εξουσία. Πιστεύουν ότι για να κάνουν τα παιδιά να αισθάνονται ευτυχισμένα πρέπει να εξυπηρετούν τις επιθυμίες τους και γι’ αυτό αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά τα δυσαρεστεί. Οι επιτρεπτικοί γονείς έχουν περισσότερο το ρόλο του φίλου παρά του γονέα. Τα παιδιά αφήνονται «να ρυθμίζουν μόνα τους τις δραστηριότητές τους και δεν αντιμετωπίζουν σχεδόν ποτέ το θυμό των γονέων τους ή γενικότερα τα συναισθήματά τους» (Τάνταρος, 2004:27). Στην ακραία τους περίπτωση οι επιτρεπτικοί γονείς μπορεί να θεωρηθούν αμελείς και ότι παραμελούν σε σημαντικό βαθμό τα γονικά τους καθήκοντα (Brian, 1996). Με την επιτρεπτική συμπεριφορά χωρίς θέσπιση ορίων τα παιδιά μαθαίνουν να μη δέχονται κανόνες, αφού τους επιτρέπεται να κάνουν ό, τι θέλουν, μπορεί να γίνουν προκλητικά όταν δεν ικανοποιούνται οι επιθυμίες τους, κουραστικά με το να εκφράζουν συνεχώς απαιτήσεις, εγωκεντρικά δείχνοντας αδιαφορία σε ό,τι συμβαίνει γύρω τους και δεν μπορούν να εκτιμήσουν και να σεβαστούν τις ανάγκες των άλλων. Μαθαίνουν ότι οι άλλοι είναι υπεύθυνοι για την επίλυση των προβλημάτων τους και κατά συνέπεια μπορεί μεγαλώνοντας να παρουσιάσουν εξαρτημένη συμπεριφορά. Τα παιδιά των επιτρεπτικών γονέων βιώνουν χαοτικές συναισθηματικές καταστάσεις και δεν αναπτύσσουν σε ικανοποιητικό βαθμό την ικανότητα ρύθμισης των συναισθημάτων τους (Brian, ό.π. . Mackenzie, ό.π.). Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι δυσκολεύονται να βάζουν στόχους και ότι δεν μπορούν να εμπιστευτούν εύκολα τον εαυτό τους για την ανάληψη κοινωνικών ρόλων. Συχνά τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν χαμηλές επιδόσεις στο σχολείο. Πολλές φορές αισθάνονται ότι απορρίπτονται και ότι κανείς δεν νοιάζεται γι’ αυτά. Μπορεί να αναπτύξουν φιλικότητα και δημιουργικότητα, αλλά αναπτύσσουν εύκολα και επιθετικότητα, κυρίως λεκτική ενώ, συνήθως, δεν μπορούν να ελέγξουν την παρορμητικότητά τους.
Τόσο τα παιδιά των επιτρεπτικών γονέων όσο και τα παιδιά των αυταρχικών-κυριαρχικών γονέων  μπορεί να οδηγηθούν σε αντικοινωνικές συμπεριφορές ακόμη και στη χρήση ουσιών όπως έδειξαν έρευνες σε παραβατικούς ανηλίκους (Νόβα - Καλτσούνη, 2001:134).
Η δημοκρατική διαπαιδαγώγηση βασίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό, τη συνεργασία και το διάλογο. Οι γονείς θεωρούν ότι τα παιδιά είναι ικανά και είναι χρήσιμο να έχουν τον κύριο λόγο στην επίλυση των προβλημάτων τους (MacKenzie, ό.π.), αλλά είναι πάντα διαθέσιμοι να τους προσφέρουν τη βοήθειά τους. Δίνουν στα παιδιά τους δυνατότητες επιλογής και ευκαιρίες να μάθουν από τις συνέπειες των επιλογών τους. Κατά συνέπεια, με το δημοκρατικό τρόπο διαπαιδαγώγησης τα παιδιά μαθαίνουν να εκτιμούν και να σέβονται τα προβλήματα των άλλων, μαθαίνουν να είναι υπεύθυνα, να συνεργάζονται, να επιλέγουν και να παίρνουν αποφάσεις. Καταφέρνουν να έχουν αυτοέλεγχο, αυτοεκτίμηση, καλύτερες διαπροσωπικές σχέσεις, επιτυγχάνουν ευκολότερα την ανεξαρτητοποίησή τους και γενικότερα έχουν καλύτερη προσαρμογή.
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω σχήματα γονεϊκής συμπεριφοράς, το δημοκρατικό έχει τα περισσότερα πλεονεκτήματα για τα παιδιά. Ωστόσο, η κλασική στο είδος της έρευνα της Baumrind (1971), προσέδωσε κάποια επιπλέον βασικά στοιχεία στο δημοκρατικό σχήμα γονικότητας, προτείνοντας έναν εγκυρότερο και αποτελεσματικότερο τρόπο διαπαιδαγώγησης, τον αυθεντικό, ο οποίος αποτελεί ένα συνδυασμό γονικού κύρους και έλλειψης αυταρχικότητας. Συγκεκριμένα, η Baumrind ξεκίνησε μελετώντας τύπους ηγεσίας σε ενηλίκους, στο πλαίσιο της διοικητικής επιστήμης. Από τις μελέτες της συμπέρανε ότι ο βέλτιστος τρόπος ηγεσίας δεν είναι «εκείνος που περιγράφεται ως συνεργατική διευθέτηση, όπου οι αρχηγοί μεταβάλλονται ουσιαστικά σε συμβούλους και συνεργάτες, αλλά ένα σχήμα όπου δημοκρατικά στοιχεία συνδυάζονται με στοιχεία εξουσίας» (Maccoby, 1997:617). Η ερευνήτρια εφάρμοσε στη συνέχεια την άποψη αυτή στην κοινωνικοποίηση των παιδιών, κάνοντας την έρευνά της σε περισσότερα από εκατό παιδιά προσχολικής ηλικίας, με τη βασική άποψη ότι το επιτρεπτικό, το αυταρχικό αλλά και το αμιγώς δημοκρατικό στιλ διαπαιδαγώγησης δεν προσέφεραν τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη των παιδιών. Όπως έδειξε η συγκεκριμένη έρευνα, οι αποτελεσματικότεροι γονείς είναι αυτοί που καταφέρνουν να διατηρούν το κύρος τους χωρίς να είναι αυταρχικοί. Η συμπεριφορά των γονέων αυτών υποκινείται και εξισορροπεί μεταξύ δύο βασικών αξιών: της ελευθερίας και της υπευθυνότητας και μεταξύ δύο βασικών πρακτικών: της άσκησης δημοκρατικών διαδικασιών και της διατήρησης του ηγετικού στοιχείου. Συγκεκριμένα, οι γονείς αυτού του τύπου:
·        Καταφέρνουν να συνδυάζουν αγάπη, φροντίδα και ανταπόκριση στις ανάγκες των παιδιών, ενώ παράλληλα επιβάλλουν σταθερά όρια στη συμπεριφορά τους, έχουν ξεκάθαρες απαιτήσεις και ασκούν ορθολογικό έλεγχο, ανάλογα με το στάδιο ανάπτυξης του κάθε παιδιού και την ιδιαιτερότητά του ως ατόμου.
·        Ενθαρρύνουν τα παιδιά να εκφράζουν τις απόψεις και τις επιθυμίες τους, ενώ δεν παραλείπουν να τους εξηγούν τους λόγους για τους οποίους επιβάλλουν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά σε κάθε περίπτωση. Με άλλα λόγια, οι γονείς οι οποίοι διατηρούν το κύρος τους χωρίς να είναι αυταρχικοί, είναι δημοκρατικοί γονείς που διατηρούν το ηγετικό τους στοιχείο. Ασκούν αυστηρό έλεγχο σε σημεία που το παιδί αποκλίνει, αλλά δεν το κρατούν εξαρτημένο απόλυτα στον ποδόγυρό τους επιβάλλοντας αυθαίρετα αυστηρούς περιορισμούς. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν για την επιβολή πειθαρχίας είναι περισσότερο ενθαρρυντικές και υποστηρικτικές παρά κατασταλτικές και τιμωρητικές.
·        Ασκούν εξουσία στις περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων των παιδιών, αλλά όχι με σκοπό την απλή και αδικαιολόγητη επιβεβαίωση της δύναμής τους, αλλά την πρόοδο των παιδιών σε όλα τα επίπεδα.
·        Έχουν υψηλές προσδοκίες για τα παιδιά τους και τα υποστηρίζουν ουσιαστικά στην πορεία τους προς την ωριμότητα.
·        Δίνουν στα παιδιά τους να καταλάβουν ότι, επειδή ως γονείς και ως ενήλικες έχουν περισσότερη δύναμη και γνώσεις μπορούν να βασίζονται σ’ αυτούς όταν αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις. Το γεγονός ότι διατηρούν τη διακριτότητα των ρόλων και η αίσθηση που έχει το παιδί ότι δεν στηρίζεται από ένα φίλο αλλά από ένα ισχυρό γονέα, συμβάλλει στην διατήρηση σαφών ορίων μεταξύ των δύο γενεών και στην αποφυγή των χαοτικών καταστάσεων και της δυσλειτουργικότητας του οικογενειακού περιβάλλοντος. Έτσι προσφέρουν  ανακούφιση, παρηγοριά και αίσθηση ασφάλειας στα παιδιά, τα οποία μπορούν να αντιμετωπίζουν ευκολότερα τις καθημερινές ματαιώσεις και σταδιακά να αναπτύσσουν ανοχή σε αυτές (Phillips, ό.π.:139).
·        Δεν αποδεσμεύονται από τις υποχρεώσεις του ρόλου τους, αλλά εμπλέκονται όλο και περισσότερο και τον αναπροσαρμόζουν ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο των παιδιών τους. Αναλαμβάνουν τη σοβαρή και μόνιμη υποχρέωση να συμπεριφέρνονται με τρόπο που προάγει τα συμφέροντα των παιδιών, ακόμα και όταν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αγνοήσουν ορισμένα από τα δικά τους συμφέροντα.
·        Απαιτούν συνεχώς από τα παιδιά να αναλαμβάνουν σταδιακά και στο πλαίσιο των ικανοτήτων τους ολοένα και περισσότερες ευθύνες ως προς την ανταπόκρισή τους στις ανάγκες των άλλων μελών της οικογένειας και την προαγωγή των συμφερόντων τους.
·        Δεν βασίζουν τις αποφάσεις τους αποκλειστικά στις κοινωνικά αποδεκτές απόψεις ούτε και στις επιθυμίες του παιδιού.
·         Αναγνωρίζουν τα λάθη τους και είναι πρόθυμοι να τα διορθώσουν.
·        Διατηρούν ένα ασφαλές περιβάλλον για τα παιδιά τους, εφόσον φροντίζουν να σχεδιάζουν το χώρο στον οποίο θα περνούν το χρόνο τους και επιλέγουν, ως ένα βαθμό, την ταυτότητα των προσώπων με τα οποία θα αλληλεπιδρούν.
Σύμφωνα με τα βασικά αυτά χαρακτηριστικά το αυθεντικό σχήμα γονικότητας είναι η πλέον ενδεδειγμένη και αποτελεσματική παιδαγωγική πρακτική για τη διαμόρφωση μιας υγιούς και δυναμικής προσωπικότητας. Με δεδομένη την ασυμμετρία στη σχέση γονέα παιδιού, αφού ο γονέας έτσι κι αλλιώς υπερισχύει σε δύναμη και ικανότητες, η διατήρηση του γονικού κύρους χωρίς αυταρχικότητα, παράλληλα με την έμπρακτη απόδειξη της αγάπης του γονέα σε καθημερινή βάση, αποβαίνουν στο παρόν και στο μέλλον σε όφελος των παιδιών .
Τα παιδιά που διαπαιδαγωγούνται με βάση το αυθεντικό σχήμα γονικότητας σύμφωνα με την Baumrind αναπτύσσουν:

·        Καλή και χαρούμενη συναισθηματική κατάσταση.
·        Καλύτερη αυτορύθμιση του συναισθήματος και έλεγχο των παρορμήσεων.
·        Ανοχή στη ματαίωση.
·        Υψηλά επίπεδα αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης.
·        Χαμηλότερα επίπεδα απογοήτευσης, άγχους και κατάθλιψης.
·        Κοινωνικότητα, διεκδικητικότητα, ικανότητα να θέτουν και να επιτυγχάνουν στόχους, ικανότητα διαπραγμάτευσης και συνεργασιμότητα.
·        Θάρρος και διάθεση εξερεύνησης.
·        Υψηλές νοητικές ικανότητες και καλή ακαδημαϊκή επίδοση.
·        Κοινωνικές και ηγετικές ικανότητες.

Η εικόνα του «αυθεντικού» γονέα παραπέμπει, ίσως για αρκετούς γονείς, σε ιδανικά, ίσως ανέφικτα, γονικά πρότυπα. Ωστόσο, αντιπροσωπεύει «ένα συγκεκριμένο τρόπο ανατροφής του παιδιού, που πολλοί γονείς προσπαθούν να μιμηθούν ή να πλησιάσουν στην καθημερινή τους συμπεριφορά» (Herbert, 1998:140). Πάντως, τα βασικά στοιχεία που δεν πρέπει να ξεχνούν οι γονείς που προσπαθούν να είναι αποτελεσματικοί στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, είναι η ικανότητά τους να προσαρμόζονται στις εκάστοτε ανάγκες τους, να επιδεικνύουν ευαισθησία και να προσφέρουν αγάπη άνευ όρων με σεβασμό στην ατομικότητα και στα συναισθήματά τους (Maslow,1995), λογική προστασία και ασφάλεια (Dunn, 1991) και να καλλιεργούν συστηματικά την αυτοεκτίμησή τους.
Βιβλιογραφία
Baumrind, D. (1971). Current patterns of parental authority. Developmental Psychology Monographs, 4, 1 Pt.2.
Baumrind, D. (1991). The influence of parenting style on adolescent competence and substance use. Journal of Early Adolescence, 11 (1), 56-95.
Brian, B. K. (1996). Parental Psychological Control: Revisiting a Neglected Construct. Child Development 67: 3296-3319.
Dornbusch, S. Riter, P. et al. (1987). The relation of parenting style to adolescent school performance.  Child Development, 58, 1244-1257.
Dunn, J. (1991). Young child’s understanding of other people: evidence from observation within the family. In D. Fry & C. Moore (Eds.), Children’s theories of mind. Hillsdale NJ:  Lawrence Erlbaum,  97-114.
Exypéry-Saint, A. (1968). O Μικρός Πρίγκιπας (μτφρ. Σ. Τσίρκας). Αθήνα: Ηριδανός.
Herbert, M. (1998). Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας (Επιμ. Ι. Ν. Παρασκευόπουλος). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Herbert, M. (2000). Τα όρια στη συμπεριφορά των παιδιών (μτφρ. Θ. Τσοβίλη). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Maccoby, E. (1997). Ο ρόλος των γονέων στην κοινωνικοποίηση των παιδιών: Μια ιστορική αναδρομή. Στο Κουγιουμτζάκης Γ. (Επιμ.). Αναπτυξιακή ψυχολογία. Παρελθόν, παρόν και μέλλον. (μτφρ. Μ. Σόλμαν). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. 
Mackenzie, R. (1993). Setting Limits. Rocklin, CA: Prima Publishing.
Maslow, A. H. (1995). Ψυχολογία της Ύπαρξης (μτφ. Σ. Ανδρεοπούλου). Αθήνα: Δίοδος.
Νόβα-Καλτσούνη, Χ. (2007). Κοινωνικοποίηση. Η γένεση του κοινωνικού υποκειμένου. Αθήνα: Gutenberg. 
Phillips, A. (2006). Όταν λέμε «ΟΧΙ» (μτφρ. Κ. Ροντογιάννη). Αθήνα: Πατάκης.
Τάνταρος, Σ. (2004). Οικογένεια και ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου: Θεωρητικές προσεγγίσεις και προβληματισμοί. Στο Σ. Τάνταρος, (Επιμ.) Ανθρώπινη ανάπτυξη και οικογένεια. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιο: