Συζήτηση με τα παιδιά
-Πώς φαντάζεσαι τα θεριά του παραμυθιού;
Μιχάλης: -Φαντάζομαι ότι έχουν μακρύ σαγόνι, δόντια δυνατά και μεγάλα και ότι είναι πολύ ψηλά. Μάλλον όμως τα θεριά αυτά ήταν τίγρεις, φίδια και λιοντάρια. Οι τίγρεις συνεργάστηκαν και οδηγούσαν τα πολεμικά αεροπλάνα, τα λιοντάρια ενώθηκαν πάνω στα αεροπλάνα και εκτίναξαν σφαίρες και τα φίδια ενώθηκαν κι αυτά όλα μαζί και πήδηξαν και γράπωσαν τα πρόβατα.
Κωνσταντίνος: -Τα θεριά ήταν πολύ κακά, πολύ άγρια και πολύ άσχημα. Είχαν και δυνατές φωνές, χάλια!
Στέφανος: Ήταν πάρα πολύ κακά τα θεριά. Φορούσαν στολή και το σώμα τους ήταν παραλληλόγραμμο. Είχαν και πολύ κακιά και άγρια φωνή. Έμεναν σε μια καλύβα πάνω στα βουνά.
Εφραίμ: -Τα θεριά ήταν μαύρα, ψηλά, άσχημα και πολύ δυνατά. Μια μέρα φώναξαν: -Πάμε να σκοτώσουμε τα πρόβατα! Τελικά όρμησαν και τα άρπαξαν και τα έβαλαν στη φυλακή.
Χρήστος: -Τα θεριά ήταν κακά, άσχημα και ψηλά ως τα σύννεφα.
Μαρία-Χριστίνα: Τα θεριά ήταν άνθρωποι κακοί και πολύ άσχημοι. Είχαν μάτια πράσινα, και ήταν πολύ ψηλοί. Βρομούσαν σαν μια λάσπη που κολλάει. Πολλές φορές οι άνθρωποι σκοτώνουν τα πρόβατα για να πάρουν το μαλλί τους και μπορεί να ήθελαν να το κάνουν αυτό και τα θεριά.
Τζωρτζίνα: -Ήταν μαύρα, και πολύ ψηλά και φοβίζανε τα πρόβατα που δεν έφταιγαν καθόλου.
Ζωή:-Ήταν πάρα πολύ άσχημα με πράσινο πρόσωπο και πράσινα πόδια.
Δέσποινα: -Τα φαντάζομαι να έχουν μαύρο πρόσωπο και να μην έχουν μαλλιά. Να βρομούσαν και να ήταν άσχημα. Τα θεριά φταίγανε γιατί ήταν πολύ κακά και φοβίζανε τα πρόβατα.
Μάνια: Ήταν κακοί με σκούρα μούρη. Κάνανε πόλεμους και μένανε σε ένα άσπρο κάστρο πάνω στο βουνό.
Γιάννος: -Δεν έχω σκεφτεί… όταν σκεφτώ θα σου πω.
-Πώς νομίζεις ότι αισθανόταν η οικογένεια Μπε, φεύγοντας από το βοσκοτόπι της;
Ζωή: -Κρύωναν και ένιωθαν λυπημένοι, γιατί ήταν μακριά από το αγαπημένο τους βοσκοτόπι.
Τζωρτζίνα: Ήταν όλοι πολύ στενοχωρημένοι.
Δέσποινα: -Χάλια. Τους άρεσε το βοσκοτόπι τους και δεν ήθελαν να φύγουν.
Μαρία-Χριστίνα: -Αισθανόταν άσχημα, γιατί εκεί που πήγαιναν μπορεί να μην είχε χόρτα. Και τότε, θα έπρεπε να πάνε αλλού κι αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο. Θα είχε πολύ περπάτημα...κούραση.
Κωνσταντίνος: -Ένιωθαν στενοχώρια, γιατί έφευγαν από το σπίτι τους.
Μάνια:- Ένιωθαν ότι δεν έπρεπε να φύγουν, ότι ήταν πολύ κακό που τους φοβέριζαν τα θεριά.
Μιχάλης: -Δεν τους άρεσε καθόλου που έφευγαν. Είχαν άδικο τα θεριά και σκέφτονταν για να τους έρθει μια καλή ιδέα και να γυρίσουν πίσω.
Χρήστος: Ήταν όλοι πολύ στενοχωρημένοι.
Στέφανος: -Καθόλου ωραία.
-Αν συναντούσες το λαγό, αφού είχε τελειώσει η περιπέτεια που ακούσαμε στο παραμύθι, θα ήθελες να του πεις κάτι και τι θα ήταν αυτό;
Μιχάλης: - Θα του έλεγα, μπράβο που τους έσωσες! Είσαι καλός. Είσαι διασωστικός.
Τζωρτζίνα: -Μπράβο που έσωσες την οικογένεια Μπε. Να είσαι για πάντα χαρούμενος και ευτυχισμένος.
Κωνσταντίνος: -Μπράβο που έσωσες τους Μπε! Να προσέχεις.
Δέσποινα: -Είσαι πολύ γενναίος που έσωσες την οικογένεια Μπε, γιατί τα πρόβατα ήταν πολύ ήρεμα, δεν ενοχλούσαν κανένα.
Μάνια: -Μπράβο σου! Ήταν πολύ καλό αυτό που έκανες και έσωσες τους Μπε.
Ζωή: -Μπράβο, λαγέ που έσωσες τους Μπε!
Στέφανος: Μπράβο θα του έλεγα. Έπρεπε να σώσεις τους φίλους σου και το έκανες.
Μαρία-Χριστίνα: -Μπράβο που δε φοβήθηκες τη θάλασσα, που ήσουν γενναίος και δε φοβήθηκες τα θεριά και πήγες να σώσεις τους φίλους σου.
Χρήστος: - Μπράβο, γιατί ήσουν δυνατός, πιο δυνατός από τα θηρία. Όλες τις δυνάμεις τις πήρες από τα θηρία.
-Αν στη θέση των προβάτων του παραμυθιού ήταν ένας φίλος σου ή φίλοι σου, θα έκανες κάτι για να τον/τους βοηθήσεις και τι θα ήταν αυτό;
Τζωρτζίνα: -Θα πήγαινε σιγά σιγά με ένα μαχαιράκι και θα έκοβα το σύρμα. Θα τους έβγαζα έξω τους φίλους μου έξω και μετά θα τους έπαιρνα στο σπίτι μου. Θα έστρωνα τραπέζι να φάνε, με μακαρονάδες και άλλα φαγητά.
-Και τα θεριά; Αν σε έβλεπαν;
-Μπα...τα θεριά θα ήταν μακριά και θα προλάβαινα να σώσω τους φίλους μου.
Στέφανος: -Εγώ θα πήγαινα με το τουφέκι μου θα έκοβα το σύρμα και θα έβγαζα έξω τους φίλους μου.
-Κι αν σε έβλεπαν τα θεριά;
-Δεν θα με έβλεπαν γιατί το τουφέκι μου θα ήταν χαμηλό (εν. σιγανό). Θα πήγαινα να τους σώσω γιατί θα ήταν φίλοι μου.
Μάνια: -Θα τους πήγαινα ψωμάκι και ρούχα και θα τους έκανα και λίγη παρέα για να μη στενοχωριούνται.
-Δε θα φοβόσουν τα θεριά;
-Μα θα πήγαινα κρυφά κρυφά, το βράδυ.
Ζωή: -Θα έπαιρνα ένα ξυλαράκι και θα πήγαινε να κόψω σιγά σιγά τα σύρματα. Μετά θα πηγαίναμε μαζί στο σπίτι μου και θα έκανα ένα πάρτι για να χαρούνε.
Γιάννος: -Μπορεί να μην πήγαινα, γιατί θα φοβόμουν τα θεριά.
Μαρία-Χριστίνα: -Θα πήγαινα να κόψω τα σύρματα για να φύγουν οι φίλοι μου.
-Κι αν σε έβλεπαν τα θεριά; Τι θα γινόταν μετά;
-Και να με βλέπανε και να με βάζανε κι εμένα στη φυλακή, θα έκοβα πάλι τα σύρματα και θα έφευγα με τους φίλους μου.
Εφραίμ: -Εγώ θα ανέβαινα σε μια ταράτσα, κρυφά, και θα έριχνα μια σκάλα για να ανέβουν οι φίλοι μου και να ξεφύγουν από τη φυλακή.
-Και τα θεριά;
-Δεν θα τα φοβόμουν, γιατί θα είχα μαζί μου μικρά τουφεκάκια και θα τους έριχνα. Θα είχα πολλά τουφεκάκια για να δώσω και στους φίλους μου και να τους ρίχνουν κι αυτοί.
Δέσποινα: -Κι εγώ μια σκάλα θα έβαζα για να φύγουν από τη φυλακή. Θα ήταν νύχτα και δε με έβλεπαν τα θεριά.
Χρήστος: -Θα έπαιρνα ένα αεροπλάνο, που από την οροφή του θα πετιόταν μαχαίρια και θα έκοβαν τα σίδερα της φυλακής. Τα θεριά δεν θα προλάβαιναν να κάνουν τίποτα.
Κωνσταντίνος: -Θα έστελνα πολλά αεροπλάνα, ένα για τον κάθε φίλο μου. Θα έμπαιναν μέσα και θα έφευγαν για να σωθούν.
Μιχάλης: -Θα είχα τρεις βαλίτσες μαγικές, που θα γινόταν μικρές και θα τις είχα στην τσέπη μου. Θα πήγαινα και τότε θα τις έκανα μεγάλες. Μέσα θα είχα όλα τα εργαλεία και θα έφτιαχνα ένα αεροπλάνο και ένα αερόστατο. Με ένα μαχαίρι θα έκοβα το σύρμα και θα έβγαιναν οι φίλοι μου. Θα έμπαιναν άλλοι στο αεροπλάνο και άλλοι το αερόστατο και θα έφευγαν.
Οι εικόνες που εντυπωσίασαν τα παιδιά και τις αποτύπωσαν στο χαρτί τους:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιο: